Μια μνημειώδης συνεργασία ίσως έπρεπε να πω και χωρίς καμιά δόση ειρωνείας. Και άλλες φορές, ο φίλος μας ο Κόρτο μας έχει δώσει εξαιρετικές συνεργασίες για θέματα όχι πολύ γνωστά, όπως για τον Τζογέ της Βραδυνής, τον χορό Romaica, το χρονογράφημα Κοσμικά-Σερέτικα, για ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές στον μεσοπόλεμο, τη Γυναίκα που σκοτώνει ή το τραγούδι Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα και τις σχετικές απεικονίσεις της γυναίκας στο μάγκικο περιβάλλον. Η θεματολογία όλων των συνεργασιών είναι κοινή: ρεμπέτικο, λαογραφία του αστικού χώρου, υπόκοσμος και ημίκοσμος, μεσοπόλεμος, αργκό.
Σήμερα όμως νομίζω ότι μας δίνει την καλύτερη μελέτη του, αφού με εντυπωσιακή πληρότητα καταγράφει τις παραλλαγές του επιθεωρησιακού τραγουδιού «Ο υμνούμενος», που το έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο, και στη συνέχεια επεκτείνεται στην εξέταση της υμνογραφικής παρωδίας, ενός είδους που ήταν αρκετά συνηθισμένο παλιότερα, όταν ο κόσμος πήγαινε συχνότερα στην εκκλησία.
Αφορμή για τη σημερινή μελέτη στάθηκε ένα άρθρο στο ιστολόγιο, στις αρχές Σεπτεμβρίου, που εξέταζε για ποιο λόγο οι Βολιώτες έχουν το παρατσούκλι Αυστριακοί. Στο άρθρο γινόταν λόγο για τον Υμνούμενο, ο Κόρτο σχολίασε ότι υπάρχουν πολλές παραλλαγές και αξίζει να καταγραφούν και εγώ, γνωστός φιτιλιάρης, τον πρότρεψα να γράψει κάτι για να δημοσιευτεί στο ιστολόγιο.
Και έτσι έγινε, αν και η εργασία του Κόρτο έχει τέτοια έκταση που άνετα θα μετατρεπόταν και σε βιβλίο. Καμαρώνω όταν δημοσιεύω τέτοιες καλές συνεργασίες στο ιστολόγιο, διότι βέβαια δεν είναι η πρώτη ούτε ο Κόρτο ο μόνος, κάθε άλλο. Καμαρώνω, αλλά περισσότερα δεν προσθέτω διότι η μελέτη του Κόρτο είναι μεγάλη, κάπου 6700 λέξεις ζωή να’χει, οπότε δεν θέλω να μακρύνω κι άλλο το άρθρο, που το παραθέτω χωρίς καμιά επέμβαση ουσίας.
Ο «Υμνούμενος» της μεσοπολεμικής θεατρικής επιθεώρησης και η υμνογραφική παρωδία
«ἐπὶ μικρᾶς σχεδίας μέγα περαιώσασθαι τετόλμηκα πέλαγος»
(Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, V, 354)
Το ακόλουθο κείμενο γράφηκε με αφορμή ένα διαδικτυακό σχόλιο σε άρθρο του Νίκου Σαραντάκου στο παρόν ιστολόγιο με τίτλο «Γιατί τους Βολιώτες τους λένε Αυστριακούς;» (7/9/2023), όπου παρεμπιπτόντως γίνεται αναφορά και στο μεσοπολεμικό επιθεωρησιακό σκετς «ο Υμνούμενος». Για το συγκεκριμένο σκετς ο Νίκος Σαραντάκος είχε ήδη δημοσιεύσει δύο κείμενα, ένα στις 11/2/2010 με τίτλο «Ο υμνούμενος, ένας κατάλογος της Παλιάς Ελλάδας» και ένα στις 31/7/2014 ως «επαυξημένη επανάληψη». Με την παρούσα, νέα προσέγγιση του «Υμνούμενου» γίνεται προσπάθεια να προστεθούν ορισμένα επιπλέον στοιχεία τα οποία θεωρώ ότι εντάσσονται στην γενικότερη θεματολογία του ιστολογίου. Ευχαριστώ πολύ τον πάντα φιλόξενο Νίκο Σαραντάκο για την τιμητική αποδοχή και την δημοσίευση του κειμένου. Επίσης ευχαριστώ θερμότατα τον φίλο Κώστα Αποστολόπουλο για την προσφορά πληροφοριών και συγγραμμάτων περί την βυζαντινή μουσική. Αποτόλμησα να γράψω για ένα θέμα το οποίο κανονικά απαιτεί σύνθετες γνώσεις πολλών αντικειμένων. Οι φίλοι αναγνώσται ας συγχωρήσουν τα όποια λάθη.
Α. Ένα διάσημο σκετς μίας σημαντικής θεατρικής επιθεώρησης
Ο «Υμνούμενος» αποτελεί ένα από τα σκετς της «Βαβυλωνίας», της πιο επιτυχημένης επιθεώρησης του Μεσοπολέμου1. Πρόκειται για έργο των Αιμίλιου Δραγάτση, Σύλβιου Παπαδόπουλου και Λαίλιου Καρακάση, με μουσική του Λαίλιου Καρακάση και του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, σκηνικά των Γιάννη Αμπελά, Κλεόβουλου Κλώνη και Θάνου Αρμενόπουλου, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Αρντάνωφ. Παίχτηκε από το θίασο Ολυμπίας Καντιώτη-Ριτσιάρδη στο θέατρο «Κοτοπούλη» και μετέπειτα στο θέατρο «Μοντιάλ» κατά τα έτη 1928 και 1929. Όσον αφορά τους ηθοποιούς οι οποίοι μετείχαν στην παράσταση, τεκμηριώνεται2 η συμμετοχή των ανδρών ηθοποιών Κυριάκου Μαυρέα, Άγγελου (;) Χρυσομάλλη, Σταύρου Ιατρίδη, Δημήτρη Καντιώτη, Νικόλαου (;) Παρασκευόπουλου και των γυναικών Ανθής Μηλιάδου, Αθανασίας (;) Μουστάκα, Λίζας Μπονέλλι και της νεαρής Στέλλας Χριστοφορίδου.
Η εμπορική επιτυχία της «Βαβυλωνίας» ήταν τεράστια: τα δύο πρώτα έτη παίχτηκε 262 βραδιές, ενώ υπήρξε και συνέχειά της το 1931. Θεωρείται εξαιρετικά ισορροπημένο μίγμα σάτιρας και φαντασμαγορικού θεάματος. Διαρθρωνόταν σε 30 σκηνές (σκετς) για την καθεμία εκ των οποίων είχε χτιστεί ξεχωριστό σκηνικό3. Μολονότι το πλήρες κείμενο και πολλά στοιχεία του έργου δεν έχουν βρεθεί, γνωρίζουμε την βασική υπόθεση4 γύρω από την οποία διακλαδώνονται τα επιμέρους επεισόδια: ένας Έλληνας μετανάστης στην Αμερική επιστρέφει στην Ελλάδα πλούσιος, με σκοπό να γυρίσει μία κινηματογραφική ταινία, όπου θα αποτυπώσει την τεράστια ανομοιογένεια των διαφόρων πτυχών της ελληνικής πραγματικότητας. Σε κάθε «κινηματογραφημένη» σκηνή ξεδιπλώνεται μία χαοτική σύγχυση ηθών, γλωσσικών ιδιωμάτων, πολιτικών απόψεων, συμπεριφορών κλπ. Αντλούν δηλαδή οι συγγραφείς του έργου την κεντρική ιδέα από την Βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου, αλλά αντί να επικεντρωθούν ως επί το πλείστον στις γλωσσικές ιδιαιτερότητες, διακωμωδούν τις γενικότερες πολιτιστικές, ηθογραφικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις ή αντιθέσεις των Ελλήνων της εποχής.