Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Τριάντα κορφιάτικες λέξεις σχετικά με το ψάρεμα (μια συνεργασία του Κώστα Χ.)

Posted by sarant στο 16 Ιουνίου, 2023


Αφού το σκέφτηκα, αποφάσισα να μην αλλάξω το πρόγραμμα που είχα και να μην  γράψω ειδικό άρθρο για την τραγωδία στα ανοιχτά της Πύλου. Σκέφτηκα μάλιστα πως το σημερινό άρθρο προσφέρεται  σαν διαφυγή, έστω κι αν μπορεί να γίνουν μακάβριοι συνειρμοί. Οπότε, προχωράω με τη συνεργασία του φίλου μας του Κώστα Χ.

Όπως έχω ξαναγράψει, στο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (ο πλήρης κατάλογος στο τέλος). Πριν από μια βδομάδα ακριβώς είχαμε βάλει ένα άρθρο του φίλου μας του Λάμπα, με λέξεις από τη Γορτυνία. Συνεχίζουμε σήμερα με 30 λέξεις από την Κέρκυρα -όμως  η συλλογή μας αυτή έχει  θεματικό χαρακτήρα, αφού είναι όλες λέξεις του ψαρέματος.

Η εισαγωγή του Κώστα αποτελεί ένα  ακόμα παράδειγμα ασυνεννοησίας όταν χρησιμοποιούνται διαλεκτικές λέξεις, ένα θέμα για το οποίο έχουμε γράψει αρκετές φορές στο ιστολόγιο.

Τέλος, ανανεώνω την προτροπή προς φίλους του ιστολογίου να  στείλουν άρθρα με το λεξιλόγιο της  ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Χωρίς περισσότερα,  δίνω τον  λόγο στον Κώστα Χ. Όπου έχω κάτι να σχολιάσω, το βάζω σε [αγκύλες]

Ψαράς με φόντο το Παλαιό Φρούριο, αρχές 20ού αιώνα

Τριάντα κορφιάτικες λέξεις σχετικές με το ψάρεμα

Γεννήθηκα την δεκαετία του 1960, και μεγάλωσα στην πόλη της Κέρκυρας σε μια εποχή που οι γεροντότεροι, όπως η προγιαγιά μου, μιλούσαν ατόφιο το τοπικό ιδίωμα της πόλης, το οποίο ίσως κάποιοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν και διάλεκτο, λόγω του πλήθους των ξένων λέξεων, των ιδιωματικών φράσεων και της έντονης προφοράς. Αλλά και οι γονείς μας, όπως και εμείς τα παιδιά, χρησιμοποιούσαμε αρκετές κορφιάτικες λέξεις στην καθημερινή μας επικοινωνία, κυρίως για τα αντικείμενα.

Την πρώτη φορά που βρέθηκα εκτός Κερκύρας, στα δεκάξι μου χρόνια, πίστευα ότι μπορώ να συνεννοηθώ άνετα και στην κοινή νεοελληνική, λόγω της εξοικείωσης μέσω του σχολείου, των βιβλίων, των μέσων ενημέρωσης, και με την επαφή με συμμαθητές και καθηγητές από άλλα μέρη. Ήταν το καλοκαίρι του 1981, όταν λόγω μιας έκτακτης απόσπασης του πατέρα μου σε υπηρεσία της Αίγινας, αποφασίστηκε να περάσουμε εκεί το καλοκαίρι όλη η οικογένεια. Μη έχοντας μαζί την παρέα μου, ούτε και πολλά πράγματα για να ασχοληθώ, αποφάσισα να μιμηθώ αυτούς που ψάρευαν με καλάμια στο λιμάνι της Αίγινας, αφού ήδη είχα και κάποια εμπειρία από τον παππού μου, που ψάρευε με καλάμι κέφαλους στο Παλιό Λιμάνι της Κέρκυρας. Βρήκα λοιπόν ένα μαγαζάκι με είδη ψαρέματος, και μπήκα για να αγοράσω τον απαραίτητο εξοπλισμό. Εκεί εκτυλίχθηκε μία σκηνή από την «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου: «Τι θέλει το παλικάρι;», με ρώτησε ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης, κι εγώ με το πιό φυσικό ύφος του κόσμου απάντησα «Τσούντα, αρμίδια, βολύμια και ανκορέτα». Ο καημένος έμεινε άναυδος. Χρειάστηκαν ίσως και δέκα λεπτά για να γίνει η περιφραστική περιγραφή και η μετάφραση των αντικειμένων, ώστε να καταλάβει ότι του ζητάω «καλάμι, πετονιές, βαρίδια και σαλαγκιές». Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και τρία χρόνια αργότερα, όταν ζήτησα σε σιδηροχρωματοπωλείο στην Αθήνα «μπερτουέλες, γαλέτα και ρούτσουλες», δηλαδή «μεντεσέδες, παξιμάδια και ροδέλες».

Αποφάσισα λοιπόν κάποια στιγμή να μαζέψω από τις χιλιάδες λέξεις του κορφιάτικου ιδιώματος μόνο αυτές που σχετίζονται με το ψάρεμα, από τις οποίες εδώ έχω διαλέξει μόνο τριάντα αντιπροσωπευτικές, για τον εξοπλισμό, τα πλεούμενα, τα ψάρια και τους τόπους. Πιστεύω ότι πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται ακόμη στην Κέρκυρα, ίσως μάλιστα να λέγονται και σε άλλα μέρη, είτε αυτούσιες, είτε παραλλαγμένες. Προσπάθησα, εκτός από τις σημασίες και κάποιες επεξηγήσεις, να παραθέσω και τις ετυμολογίες, ή έστω κάποια προσπάθεια ετυμολόγησης. Όπως θα περίμενε κανείς, οι περισσότερες λέξεις είναι ξένης προέλευσης, κυρίως βενετσιάνικης, αλλά δεν λείπουν και κάποιες ελληνικής προέλευσης. Κάθε διόρθωση, παρατήρηση, ή πρόταση, είναι καλοδεχούμενη.

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Αρμίδι (το): το νήμα του ψαρέματος, η πετονιά, η μεσινέζα. Παραφθορά του «ορμίδιον», υποκορ. του αρχ.«ορμιά», που σήμαινε το ίδιο πράγμα.

Ανκορέτο (το) : το τριάγκιστρο σε σχήμα μικρής άγκυρας, σε άλλα μέρη λέγεται «σαλαγκιά». Ιδανικό για το ψάρεμα του κέφαλου. Αντιδάνειο, από το ιταλ.«ancoretto» που σημαίνει «μικρή άγκυρα», υποκοριστικό του «ancora», από το αρχ.«άγκυρα».

Βολύμι (το) : το μολυβένιο βαρίδι του ψαρέματος. Από το «μολύβι» με αναγραμματισμό, ίσως για διάκριση από το μολύβι γραφής.

Τσούντα (η) : το καλάμι του ψαρέματος. Αβέβαιης ετοιμολογίας. Πιθανώς το όνομα να προέρχεται από την πολύ παλιά ιαπωνική φίρμα «Tsuda» (津田), που κατασκεύαζε ποιοτικά καλάμια από μπαμπού. Ίσως να τα έφερε κάποτε στην Κέρκυρα κάποιος πωλητής ειδών ψαρέματος, ή κάποιος ξένος χομπίστας, και το όνομα να καθιερώθηκε, σημαίνοντας αρχικά το ποιοτικό καλάμι, και αργότερα γενικά το καλάμι ψαρέματος.  Η ιαπωνική φίρμα υπάρχει και σήμερα, ως «Tsuda Shokai Co. Ltd», και ακόμη κατασκευάζει καλής ποιότητας καλάμια και εξοπλισμό ψαρέματος.

[Αν και φαίνεται απίθανη από πρώτη ματιά η εικασία, δεν είναι τελικά τόσο παράτολμη, αν σκεφτούμε πως, χάρη στους Εγγλέζους κυρίως, βρίσκουμε στην  Κέρκυρα πράγματα εξωτικά όπως το  κουμ κουάτ ή το κρίκετ.

Ωστόσο, θα δώσω  μια πιο πεζή δική μου υπόθεση, ότι πρόκειται  για άλλο τύπο  του  «τσόντα», με τη σημασία «άκρο, απόληξη». Τη λέξη «τσούντα» με τη σημασία «άκρο, απόληξη» τη βρίσκω  σε άλλες περιοχές πχ Λευκάδα ]

Ραμπαούλι (το) : τριπλός γάντζος  σε σχήμα μικρής άγκυρας, στερεωμένος στην άκρη σχοινιού ή ξύλου. Χρησιμοποιείται στο ψάρεμα χταποδιών, ή για να βγάλουν κάτι που έπεσε στη θάλασσα. Απαραίτητο και στην ύπαιθρο, για να βγάζουν τον κουβά που έπεσε στο πηγάδι. Στη Ζάκυνθο λέγεται «γραμπαούνι». Πιθανώς από το βενετ.«grampa», που σημαίνει «γαμψός», «νύχι αρπακτικού», ή το παλαιό βενετ. ρήμα «rambar», με τη σημασία «αγκιστρώνω», και την υποκορ. κατάληξη «-ούλι».

Μπόχα (η) : η απόχη, παραφθορά.

Μπιζόβολος (ο) : ο πεζόβολος, μικρό κυκλικό δίχτυ με βαρίδια που εκτοξεύεται στη θάλασσα από τα ρηχά ή από την παραλία. Παραφθορά του «πεζόβολος».

Δόλος (ο) : το δόλωμα γενικά.

Σκαρτσιμάς (ο) : ο «ερημίτης» (pagurus bernhardus), μικρό μαλακόστρακο με δαγκάνες που χρησιμοποιείται ως εκλεκτό δόλωμα. Σε άλλες περιοχές λέγεται «σκαλτσίνι», «σκαρτσίνι» και «καρτσίνι». Από το ιταλ.«scalzare», εδώ με την σημασία «υπονομεύω», «σκάβω λαγούμι», επειδή σκάβει τρύπες στην άμμο για να κρυφτεί. Κάποιοι ονομάζουν «σκαρτσιμά» και ένα μικρό καραβιδάκι, λόγω ομοιότητας.

Μπρούμος (ο) : κάθε ουσία που σκορπίζεται στην περιοχή του ψαρέματος για να προσελκύσει τα ψάρια, σε άλλα μέρη λέγεται «μαλάγρα». Αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως από το αρχ.«βρώμος».

Τρίτσα (η) : το παραδοσιακό ψάθινο πλατύγυρο καπέλο για προστασία από τον ήλιο. Από το μαλτέζικο «trizza», που σημαίνει «ψάθα», «πλεκτό από ψάθα».

Μπαγκούλι (το) : το σκαμνάκι, απαραίτητο για το πολύωρο ψάρεμα. Υποκοριστικό του τοπικού «μπάνκος», από το ιταλ.«banco», δηλ.«πάγκος» , και την υποκορ. κατάληξη «-ούλι», αρχική σημασία «μικρός πάγκος».

Κοφίνι (το) : καλάθι με χειρολαβή. Το μικρό κοφίνι του ψαρέματος είναι πιό ψηλό και με καπάκι, το μεγάλο του πλανόδιου ιχθυοπώλη πιό πλατύ και ρηχό. Η λέξη είτε προέρχεται απευθείας από το «κοφίνιον», υποκοριστικό του αρχ.«κόφινος», είτε είναι αντιδάνειο, υποκοριστικό του βενετ.«cofa».

Σκαρτότσο (το) : χωνί φτιαγμένο από φύλλα χαρτιού, συνήθως εφημερίδας, όπου τύλιγαν παλιότερα τα ψάρια στα ψαράδικα. Από το βενετ.«scartozzo», με την ίδια σημασία.

 

ΠΛΕΟΥΜΕΝΑ

Μπατέλο (το) : κάθε μικρή βάρκα ενός ή δύο ατόμων, συνήθως με επίπεδη πρύμνη. Από το ιταλ.«battello».

Κορίτος (ο) : μικρή βάρκα χωρίς καρίνα, ιδανική για ρηχά νερά, συνήθως σε σχήμα κιβωτίου ή σκάφης. Από το σλαβικό-σερβοκροατικό «кори́то», που σημαίνει «ποτίστρα για ζώα», λόγω του σχήματος.

Παπυρέλα (η) : αυτοσχέδια πρωτόγονη βάρκα φτιαγμένη από δέσμες στελεχών ενός είδους παπύρου, «παπύρι» για τους ντόπιους, δεμένων μεταξύ τους και στερεωμένων επάνω σε σκελετό από εύκαμπτους κορμούς κυπαρισσιών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι τελευταίες εξαφανίστηκαν από την βόρεια Κέρκυρα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, διασώζονται όμως κάποιες σε λαογραφικά μουσεία. Υποκοριστικό του «παπύρι», από το αρχ.«πάπυρος».

Ψαράς με παπυρέλα, δεκαετία 1970.

ΨΑΡΙΑ

Βελανίδα (η): Το ψάρι ζαργάνα (b. belone, οικ.belonidae), αφρόψαρο που μοιάζει με μικρό ξιφία. Από το «βελονίδα», λόγω της σουβλερής μύτης του.

Βόπα (η) : το ψάρι «γόπα» (b.boops). Στην Κέρκυρα υπάρχει ακόμη η διάκριση του ψαριού από τη γόπα του τσιγάρου! Από το αρχαίο όνομα «βόωψ».

Σαμπιέρος (ο) : το ψάρι «χριστόψαρο» (zeus faber). Επειδή έχει δύο σκούρες κηλίδες στις πλευρές του, ο ελληνικός θρύλος λέει ότι το είχε πιάσει ο Χριστός και άφησε τα αποτυπώματά του. Για τους Κερκυραίους, λόγω δυτικών επιρροών, το είχε πιάσει ο άγιος Πέτρος. Από το ιταλ.«San Pierro», «άγιος Πέτρος».

Μελιχάνα (η) : το ψάρι «σαλιάρα» (parablennius). Πιθανότατα από το ψάρι «χάνος» και το «μέλι», λόγω της βλέννας που εκκρίνει.

Κότσα (η): Το ψάρι τσιπούρα (sparus aurata). Από το ιταλ.-βενετ.«cochia».

Καπο(υ)ρονιόζος (ο): ένα είδος μικρού καπονιού (chelidonichthys;). Θεωρείτο το «ψάρι του φτωχού», ήταν πολύ φθηνό γιατί έχει πολλά αγκάθια. Πιθανώς από το ιταλ.-βενετ.«capone».

Τζίντζολα (η): το ψάρι γύλος (coris julis). Επειδή «τζίντζολα» λέγεται και το τζίτζυφο, ο καρπός της τζιτζυφιάς, πιθανώς το ψάρι να ονομάστηκε  έτσι λόγω της πορτοκαλοκόκκινης γραμμής που έχει στο πλάι. Από το βενετ.«zizola».

Μπραγάνι (το) : σύνολο μικρών ψαριών που πωλούνται ανάμικτα και φθηνότερα, επειδή δεν συμφέρει να διαχωριστούν. Από το ιταλ.-βενετ.«bragagna», ένα είδος διχτυού με σχήμα σάκου, παρόμοιο με την τράτα.

 

ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΨΑΡΟΤΟΠΟΙ

Κόντρα Φόσσα ή Κοντραφόσσα (η) : η μεγάλη τάφρος που χωρίζει το Παλαιό Φρούριο από την Σπιανάδα, την πλατεία της Κέρκυρας. Το κανάλι της είναι το παραδοσιακό αγκυροβόλιο για τις βάρκες όλων των ερασιτεχνών ψαράδων της πόλης, όπου έχουν και τις «μπαράκες» (παράγκες) με τον εξοπλισμό τους, και οι οποίες μεταβιβάζονται μαζί με τη βάρκα και το αγκυροβόλιό της. Από το ιταλ.«contra fossa», «αμυντική τάφρος». Οι ειδικοί της οχυρωματικής διακηρύσσουν εδώ και πολλά χρόνια ότι πρέπει να ονομάζεται σκέτο «Φόσσα», επειδή «κόντρα φόσσα» είναι η δεύτερη, η στεγνή τάφρος μέσα στο Φρούριο, αλλά οι ντόπιοι επιμένουν !

Πόντες (ο) : προβλήτα λιμανιού, ή εξέδρα λουομένων που εκτείνεται στη θάλασσα, μέρη που συχνά προτιμούν οι ερασιτέχνες ψαράδες. Από το ιταλ.«ponte» που σημαίνει «γέφυρα».

Πέτσα (τα) : ο κυματοθραύστης, συνήθως από σωρούς ογκόλιθων. Ως «τα Πέτσα», στην Κέρκυρα αναφέρεται ο κυματοθραύστης απέναντι από το Νέο Λιμάνι. Η μετάβαση γίνεται μόνο με βάρκα, αλλά θεωρείται καλός ψαρότοπος. Από το ιταλ.«pezzo», που εδώ σημαίνει «κομμάτι βράχου», «ογκόλιθος».

Ντέμα (το) : κάθε ανωμαλία του βυθού, βράχος ή συστάδα φυκιών, στην οποία μπλέκει η πετονιά με αποτέλεσμα να αχρηστεύεται. Τα μέρη που έχουν «ντέματα» είναι ακαταλληλα για ψάρεμα με πετονιά, είναι συχνή η φράση «Μη ρίξεις εδώ, έχει ντέματα». Από το ρήμα «ντένω», που σημαίνει «σκαλώνω», «μπλέκω», από το αρχ. «ἀντάω / ἀντέω / ἀντῶ», που σημαίνει αντιμετωπίζω, συναντώ εμπόδιο.

[ Γράφεται και «νταίνω», υπάρχει και ο τύπος «ανταίνω/αντένω». Μπορεί να  σημαίνει και απλώς «συναντώ», αλλά σχεδόν πάντα έχει αρνητική χροιά: προσκρούω σε εμπόδιο, μπλέκω -μεταφορικά ή και κυριολεκτικά όπως εδώ η πετονιά.]

Ψαράδικα (τα) : η οδός Αγ.Βασιλείου, μικρός πεζόδρομος που αρχίζει από την Πιάτσα, την μικρή εμπορική πλατεία της Παλιάς Πόλης της Κέρκυρας. Σε αυτόν το δρόμο παλιότερα βρισκόταν συγκεντρωμένα τα περισσότερα ψαράδικα της πόλης, καθώς και τα μαγαζιά που τηγάνιζαν ψάρια και θαλασσινά. Σήμερα έχουν κλείσει, αλλά η ονομασία «Ψαράδικα» παρέμεινε.

* * *

Ευχαριστώ πολύ τον Κώστα για την πολύ καλή συνεργασία.

Κλείνω το άρθρο με μιαν αναφορά όλων των προηγούμενων άρθρων του ιστολογίου με ανάλογο περιεχόμενο, δηλ. με λέξεις από έναν τόπο -λεξιλογικές περιηγήσεις που είπα στην αρχή. Σε χρονολογική σειρά, λοιπόν:

Παλιές λιμνιώτικες λέξεις και φράσεις, 3/2012

Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό (συνεργασία του Αρκεσινέα), 4/2012

Λέξεις από το Ρουμλούκι, 5/2012

Από τον αγκίνιο στο κούσουλο, και άλλες αμοργιανές λέξεις (συνεργασία του Αρκεσινέα), 5/2012

Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο (συνεργασία του Αρκεσινέα), 3/2013

Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα (το βιβλίο του Βασίλη Ορφανού), 11/2014

Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται κι αλλού, 1/2015

Τα παράξενα κρητικά επιρρήματα, 2/2015

Η θερμιώτικη ντοπιολαλιά (μια συνεργασία του Δημήτρη Μαρτίνου), 7/2017

Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι), 8/2017

30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο (μια συνεργασία του Αλέξη), 10/2017

Πλωμαρίτικα (μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού), 10/2017

Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017

40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά), 10/2017

Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα), 11/2017

21 πατινιώτικες λέξεις (μια συνεργασία του Raf), 5/2018

Λέξεις του Τυρνάβου από το Μαράν Αθά του Θωμά Ψύρρα, 9/2018

Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα (μια συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 2/2019

20 λέξεις της Κυπριακής, 07/2019

Το γλωσσικό ιδίωμα της Αίγινας (συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 12/2019

Δυο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν… (συνεργασία του Γιάννη Ρέντζου για τα βόρεια ιδιώματα), 10/2020

Γαλαξιδιώτικες λέξεις και μια ιστορία (μια συνεργασία του gpointofview), 1/2021

Η Λευκάδα και το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις (μια συνεργασία του Βασίλη Φίλιππα), 4/2021

Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού), 10/2021

Λέξεις από τον Κάλαμο, 11/2022

Λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από τον Ιω. Καρτάνο (Μια συνεργασία του Spiridione), 11/2022

45 λέξεις από τη Γορτυνία (μια συνεργασία του Λάμπα), 11/2022

Μανιάτικες λέξεις (μια συνεργασία του Δημήτρη Ραπτάκη), 12/2022

Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία (μια  ακόμα συνεργασία του Λάμπα), 6/2023

Ο καταλογος περιλαμβάνει αφενός άρθρα που έχω γράψει εγώ, συνήθως αντλώντας υλικό από κάποιο βιβλίο, και αφετέρου δικές σας συνεργασίες, που οι περισσότερες ήταν δική σας πρωτοβουλία, αν και κάποιες αποτέλεσαν απάντηση σε κάποιο άρθρο του ιστολογίου ή βιβλίο δικό μου.

Βλέπουμε ότι τα νησιά υπεραντιπροσωπεύονται στον κατάλογο, αν και κάθε άλλο παρά τα έχουμε εξαντλήσει -δεν έχουμε τίποτε από Κεφαλονιά, ας πούμε, ούτε από Χίο (ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα) ενώ βέβαια απουσιάζουν και πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι Σέρρες ας πούμε ή η Θράκη. Η Κρήτη και η Κύπρος, επίσης, δεν εξαντλούνται με τα άρθρα που έχουν ήδη δημοσιευτεί.

Πολύ θα χαρώ, αν ο κατάλογος σάς παρακινήσει να γράψετε κι εσείς για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας σας!

134 Σχόλια to “Τριάντα κορφιάτικες λέξεις σχετικά με το ψάρεμα (μια συνεργασία του Κώστα Χ.)”

  1. Πολύ ωραίο άρθρο κι αυτό! Έχεις δίκιο, Νικοκύρη, μπας και ξεχαστούμε λίγο…

  2. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Πολύ ωραίο το σημερινό. Δυστυχώς δεν ψαρεύω(αν και ζω παραθαλάσσια) και δεν γνωρίζω την ορολογία. Η Κέρκυρα δεν είναι μακριά και μπορεί κάποιες λέξεις να είναι κοινές. Το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι το βολύμι, νομίζω ότι έχω ακούσει και τα αρμίδι και κορίτος.

  3. Capybara said

    Πολλά τα λέμε και στην Πάργα:
    π.χ. (σ)καρτσιμάς, μπαγκούλι, βολύμι, βόπα, πόντες. Το ανκορέτο το λέμε καμπανέλα.

  4. Εξοχο άρθρο, συγχαρητήρια στον Κώστα Χ. και στον Νικοκύρη για την δημοσίευση, μαζί με τις ευχαριστίες μας

    Σημειώνω λέξεις γνωστές από τα ψαρέματά μου, ίδιες ή ελαφρά παρεφθαρμένες :

    αρμίδι, μπόχα, δόλος (πεζόβολος και σκαρτσίνι), κοφίνι , βαλανίδα,σαμπιέρος, ντέμα

  5. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ τον Κώστα Χ. για το άρθρο και εσάς για τα πρώτα σχόλια!

    4 Εσένα σκεφτόμουν όταν έστηνα το άρθρο 🙂

  6. Γιάννης said

    Τον σκαρτσιμα στα μέρη μου (Μαγνησία) το λέμε κλιτσιναρι. Το μαζεύαμε μικροί για δόλωμα στο πεταχταρι ( ψάρεμα με πετονιά που πεταγετε από την στεριά με βαρίδι ως «τσουντα»). Εξαιρετικό δόλωμα κυρίως για πετρόψαρα (σπαροειδη)! Προτιμώνται κυρίως αυτά που φωλιάζουν σε αμμώδη βυθό λόγω καλύτερης προτίμησης τους από τα ψάρια…

  7. Α… ώστε το δικό μας «βουλύμ» λέγεται «βαρίδι» στα αθηναϊκά…
    Μερικά κορφιάτικα έχουν φτάσει και στην Πρέβεζα, ίσως μέσω Λευκάδας και Λευκαδίων που εγκαταστάθηκαν στην Πρέβεζα.
    Ωραίο κομμάτι.

  8. Έχω μείνει κάτι χρόνια στην Κέρκυρα οπότε ξέρω την Κοντραφόσα. Ξέρω και το βολίμι-μολύβι από κάτι, χμ, μαγικά χειρόγραφα του 19ου αιώνα. Και θυμάμαι και την ταβέρνα του Παπίρη στο Καμπιέλο. Μέχρι εκεί, δεν έχω άλλες γνώσεις για ψάρεμα παρότι μικρός διάβαζα τα βιβλία του Θέμου Ποταμιάνου.

  9. LandS said

    Το κοφίνι δεν είναι πανελλήνιο;

  10. sarant said

    9 Φυσικά

    8 Κι εγώ τα διάβαζα μικρός τα βιβλία του Ποταμιάνου, το καλοκαίρι, δανεικά από τη βιβλιοθήκη του Ναυπλίου!

  11. Λάμπας said

    Πολύ ενδιαφέρον, ευχαριστούμε! Σχέση με το θαλάσσιο ψάρεμα δεν έχω, οπότε γνωστά μου είναι μόνο το κοφίνι και ο κορίτος ( = σκάφη που χρησιμοποιείται ως ποτίστρα ή ταΐστρα ζώων). Λόγω της βρομιάς του κορίτου, η λέξη στη Γορτυνία χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου (= βρομερός άνθρωπος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Ευφυής άθεος συγχωριανός μου, θέλοντας να καυτηριάσει τη διαφθορά της εκκλησίας, είπε κάποτε σε θρησκευόμενο συνομιλητή του: «Αυτά που μου λες για τη θρησκεία μοιάζουν με ένα καλομαγειρεμένο φαΐ που μου το σερβίρουν να το φάω μέσα σ΄έναν κορίτο.»

    βόπα = γόπα. Αυτή η τροπή του αρχικού β σε γ (ή το αντίστροφο) είναι συχνό φαινόμενο;

  12. Εδώ η ελαφρώς πιο εξελιγμένη παπυρέλα Ra II, με την οποία ο Θορ Χέγερνταλ (του Κον Τίκι) διέπλευσε τον Ατλαντικό (ελπίζω να ανέβει η φωτο)

  13. Costas X said

    Καλημέρα !

    Αρχικά, ευχαριστώ πολύ τον Νικοκύρη, ή «Παρτσινέβελο» στα κορφιάτικα :), για τη φιλοξενία του άρθρου !
    Ευχαριστώ και όλους τους φίλους του ιστολογίου για τα προηγούμενα, αλλά και για τα επόμενα σχόλια.
    Χαίρομαι που βλέπω ότι κάποιες λέξεις λέγονται και σε άλλα μέρη γύρω από το Ιόνιο, πράγμα που υποψιαζόμουν, αλλά δεν είχα άλλο τρόπο να το μάθω.

  14. Ξέχασα τις καλημέρες, τις ευχαριστίες και τους επαίνους. Πάντα ωραία και ενδιαφέροντα αυτά τα άρθρα.

  15. sarant said

    11 Ωραίο αυτό με τον κορίτο και την εκκλησία

    13 Υπάρχει και επώνυμο Παρτσινέβελος

  16. Κιγκέρι said

    Μόνο το κοφίνι, άντε να πω ότι θα καταλάβαινα και τον δόλο από τα συμφραζόμενα – αλλά πάλι εγώ ρώτησα μια φίλη μου:
    – Λίλυ, τι τις θέλει όλες αυτές τις λεκάνες η μαμά σου;
    για να εισπράξω ένα δηλητηριώδες βλέμμα μαζί με την απάντηση:
    -Τα παραγάδια του πατέρα μου είναι, άσχετη, ε άσχετη!

  17. antonislaw said

    Καλημέρα σας! Πολύ ωραίο το σημερινό άρθρο!
    Επειδή προσωπικά δεν έχω ψαρέψει ποτέ δεν γνωρίζω αν κάποια από την ψαρική ορολογία χρησιμοποιείται και στην Κρήτη όπου και εκεί έχουν μείνει βενετσιάνικες λέξεις. Πάντως τις λέξεις αυτές-εκτός το κοφίνι του ψαρά- δεν τις είχα ξανακούσει.

    Λέγοντας κοφίνι στα κορφιάτικα εννοούμε στην κοινή νεοελληνική το πανέρι, που το μετέφερε ενίοτε και στο κεφάλι του ο ψαράς;

    Ή πιο βαθύ καλάθι;

    Ο ιχθυέμπορος και στιχουργός του ρεμπέτικου Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας κι ένας άλλος μικρός πλανόδιος ψαράς, στον Πειραιά (1924)
    https://www.rebetiko.gr/showphoto.php?id=555

    Στην Κρήτη και στην κοινή νεοελληνική κοφίνι λέμε το μεγάλο βαθύ καλάθι με δύο χερούλια κάπως μικρά
    https://homeguru.gr/photosmall.ashx?photo=products/19557/19557.JPG&platos=500&ypsos=450

  18. toraki said

    Πολύ καλό!!! Να ότι στα Χανιά τη γόπα βόπα τη λέμε βούπα, τουλάχιστον έτσι την άκουγα στα μικράτα μου.

  19. sarant said

    17 Θα ομολογήσω πως κι εγώ δεν έχω ψαρέψει σχεδόν ποτέ -για την ακρίβεια, μία ή δύο φορές, αλλά ένα ψάρι (μικροσκοπικό) έχω πιάσει.

  20. ΣΠ said

    Καλημέρα.

    Καπόνι είναι το χελιδονόψαρο;

  21. Νέο Kid said

    Η κοντραφόσσα μού θύμισε τους Ρωμαίους σκαπανείς του ρωμαϊκού στρατού στον Αστερίξ που «σκάβουνε τη fossa και υψώνουνε το agger (ανάχωμα)» από μνήμης το γράφω και δεν θυμάμαι από ποιο Αστερίξ είναι, ούτε καν θυμάμαι τι έφαγα χθες,… αλλά αυτό το θυμάμαι! (Περίεργο πράγμα η μνήμη!)

  22. Costas X said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα σχόλια !

    @ 15. -> 13. Ναι, το ξέρω, είχα δημοσιεύσει σχετικά με το επώνυμο Παρτσινέβελος και στη σελίδα μου «Ο Τσάντος κι ο παρτσινέβελος» στο φέισμπουκ, μάλιστα την είδε κι επικοινώνησε μαζί μου ένας Παρτσινέβελος από τη Νάξο, εκεί μάλλον είναι συνηθέστερο το επώνυμο.

    @ 17. Του πλανόδιου ψαρά «κοφίνι», το γράφω και στο άρθρο, το πολύ μεγάλο «κόφα».

    Σχετικά με την ετυμολογία της «τσούντας» : Όντως, έχει δίκιο ο Νικοκύρης που γράφει «απίθανη από πρώτη ματιά η εικασία», γι’ αυτό έγραψα κι εγώ «αβέβαιης ετοιμολογίας». Σκέφτηκα κι εγώ την βενετσιάνικη «τσόντα» (zonta, ιταλ.giunta), την προσθήκη ή συρραφή. Με απομάκρυνε όμως από τον συσχετισμό, όχι τόσο η σημασιολογική απόσταση, όσο η μεγάλη διαφορά προφοράς, αφού στην Κέρκυρα η τσόντα προφέρεται «jontα», όπως στα βενετσιάνικα, ενώ το καλάμι προφέρεται «tsuda». Ίσως θα έπρεπε να διευκρινίσω και την προφορά κάποιων λέξεων, χρησιμοποιώντας τα λατινικά «d» και «b», όπως στην «Λαογραφική ύλη εκ Κερκύρας» (1917), του Γεράσιμου και της Μαλβίνας Σαλβάνου.

  23. ΣΠ said

    Το κοφίνι είναι πανελλήνια λέξη. Υπάρχει και η παροιμία «στο καλάθι δεν χωράει, στο κοφίνι περισσεύει».

  24. Costas X said

    @ 20. Όχι, είναι άλλο ψάρι, το έχω δει και με γκρι χρώμα, που μάλλον στην Κέρκυρα λέγεται «κούκος».
    Παρεμπιπτόντως, η αρχική σημασία του βεν. «capone» είναι «κόκορας» !

  25. # 20

    Οχι. Κακώς λέγεται χελιδονόψαρο ένα είδος καπονιού με πολύ σκληρό δέρμα και μεγαλύτερα πλαϊνά «φτερά’ από του απλού και ιδιαίτερα νόστιμου καπονιού (σε μικρό μέγεθος και έξυπνα τηγανισμένο προσεγγίζει επικίνδυνα τα μπαρμπούνια και τις κουτσομούρες )
    Στην πραγματικότητα το χελιδονόψαρο είναι ένα ψάρι του αφρού παραπλήσιο με τις σαρδέλλες, τα καπόνια είναι πατόψαρα σε αμμώδει βυθούς

  26. 24 Καπόνι είναι νομίζω το κοτόπουλο στην ηπειρωτική Ελλάδα. «Δεν μπορείς με αέρα να θρέψεις καπόνια», λέει κάπου ο Άμλετ σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα.

  27. Καλημέρα,
    Χωρίς νάχω τελειώσει το διάβασμα (και δεν προβλέπεται σύντομα, οπότε και για τα σχόλια ούτε λόγος) μια εικασία για το βουλίμι. Μήπως η ετοιμολογία του είν’ απ’ το βουλιάζω (δηλαδή αυτό που βουλιάζει τ’ αγκίστρι); Γιατί πριν διαβάσω, το μόνο που σκέφτηκα απ’ τα τέσσερα της συζήτησης!

  28. Alexis said

    Συγχαρητήρια στο Κώστα!

    Κουρίτα ή κουρίτι στο Ξηρόμερο (αλλά και αλλού) η ταΐστρα των ζώων. Σε σχήμα σκάφης, όπως ακριβώς λέει και ο Κώστας, αλλά πολύ πιο στενή και μακριά.

    Σαμπιέρος: Θυμάμαι αμυδρά ότι το έλεγε ο πατέρας μου για το ψάρι.

  29. sarant said

    26 Καπόνι είναι ο ευνουχισμένος κόκορας που, εξαιτίας αυτού, είναι πιο παχύς.

    27 Νομίζω ότι η αντιμετάθεση μολύβι/βολύμι είναι η εξήγηση. Νομίζω μάλιστα πως έχω δει «βολίμι» και για άλλες χρήσεις της λ. μολύβι, εκτός ψαρικής.

  30. ΓιώργοςΜ said

    Καλημέρα! Θυμήθηκα τον Ποταμιάνο με τα σημερινά. Νομίζω εκεί είδα τον σαμπιέρο επίσης. Ίσως και την ορμιά. Στις διακοπές, στο ησυχαστήριο, θα ξαναπιάσω το «εδώ βυθός» 🙂
    Βολίμι το έχω ακούσει κι εγώ, δεν θυμάμαι αν ήταν στην Κέρκυρα ή τη Ζάκυνθο. Γυρνούσα αεροπορικώς με ένα φίλο που είχε τη ζώνη του καταδυτικού του εξοπλισμού και στον έλεγχο χειραποσκευών προβληματίστηκαν. «Βολίμια είναι», είπε ο ένας στον άλλο.

    Καπόνι και χελιδονόψαρο είναι συγγενικά είδη, και τα δύο με μεγάλα πτερύγια.

    Στο κοφίνι περίμενα να δω το εργαλείο ψαρέματος, τον κιούρτο.

    Κριτσινάρια ο σκαρτσιμάς στο δικό μου χωριό, στη Β. Εύβοια. Εξαιρετικό δόλωμα για τσιπούρες κλπ (οι οποίες είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από πετρόψαρα, ας με συγχωρήσει ο Γιάννης (#6). Ας αποφανθεί ο πσαράς υπηρεσίας.

    Μύρισε θάλασσα!

  31. Costas X said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα σχόλια !

    @ 25. Σωστά.

    @ 26 – 29. Και «καπονιέρα» στα Κορφιάτικα το κοτέτσι, καταχρηστικά και τα κλουβιά των κουνελιών. Αρχική σημασία «το κλουβί του κόκορα».

    Θα λείψω για επίσκεψη στην οδοντίατρο… 😦

  32. Costas X said

    Κι αυτό για να περνάτε την ώρα σας…
    https://qz.app.do/1-3416983

  33. sarant said

    32 Επιασα 6/10 (θα ήταν 7, αλλά στην καβαλίνα το έπαιξα πονηρός)

  34. ΣΠ said

    32
    Έχασα την μποναγράτσια και την σκατζιά.

  35. # 30

    Εμείς το λέμε κορέλι ή σκαρτσίνι είναι εξαιρετικό δόλωμα δολώνοντας την μαλακιά κοιλιά από μικρά σκαρτσίνια για πετρόψαρα, το κεφάλι με τις δαγκάνες για σαργούς, ολόκληρο για τσιπούρες, μουρμούρες ή μεγάλα σκαρτσίνια σε ψιλό παραγάδι για ό,τι λάχει.

    # 28 στα…ελληνικά ο σαμπιέρος λέγεται και χριστόψαρο από τις δυο μαύρες βούλες στα πλαϊνά του απ’ όπου το έπιασε ο χριστός ενω, για τους άπιστοι καθολικοί το έπιασε οάγιοσπέτρος !! (φατσούλες γελαστές)

  36. # 32

    6 στα 10 και γω (έχω να πάω Κέρκυρα 40+ χρόνια)

  37. odinmac said

    Ωραίο
    Δεν ξέρω αν εκεί στα ψάρια θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την κατσούλα του χταποδιού η οποία σημαίνει κουκούλα.

  38. ΣΠ said

    Το корито δεν παίρνει τόνο.

  39. odinmac said

    Θέλω να πω ότι η κουκούλα στην Κέρκυρα λέγεται και κατσούλα οπότε χρησιμοποιούν την λέξη και για το χταπόδι

  40. 32 Κατάφερα 7 στα 10; Δεν το πιστεύω. Την καβαλίνα (33) την ξέρω έτσι κι αλλιώς. Από μεγάλα ζώα (γαϊδουρομούλαρα).

  41. antonislaw said

    18 «Πολύ καλό!!! Να ότι στα Χανιά τη γόπα βόπα τη λέμε βούπα, τουλάχιστον έτσι την άκουγα στα μικράτα μου.»

    Λοιπόν, θυμήθηκα ότι στο Ρέθυμνο, και στην Βιάννο τουλάχιστον-με βάση το ψάξιμο στο διαδίκτυο- την καλαμόγοπα των παλαιοελλαδιτών την λέμε καλαμόβουπα. Θυμάμαι τον πατέρα μου τη γόπα να την ζητάει γόπα αλλά την καλαμόγοπα, καλαμόβουπα! Πρέπει να είναι η μεγάλη γόπα που φτάνει μέχρι και μισό κιλό, από ό,τι έψαξα-είμαι εντελώς ψάρι στο ψάρεμα, ψαρωμένος μ’αυτά που διαβάζω, ψάρακλας ή ψαράς 😀

  42. odinmac said

    Αν και τώρα που το σκέφτομαι, και συγνώμη για τα κατά ριπάς σχόλια, κατσούλα δεν λένε μόνο το κεφάλι του χταποδιού αλλά και το ίδιο, πχ: έπιασα/σήκωσα δυο κατσούλες. Ίσως μας πει ο Κώστας μετά.

  43. Λαμπας said

    32. Έξι στα δέκα, αλλά τα πιο πολλά στην τύχη. Την καβαλίνα εμείς τη λέμε «γκάβαλο».

    Η πρώτη μου επαφή με το κορφιάτικο ιδίωμα ήταν στην πενθήμερη (1990). Άκουσα μια περιπτερού να λέει σε κάποιον: » Ήμουνα μιτσή (ή μιτζή;) τότε, αλλά θυμάμαι τι κάνανε οι κομμουνιστές!»

  44. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

  45. Άσχετο δοκιμαστικό σχόλιο. Μπορεί να λήψει, απλά θέλω να δω το αποτέλεσμα μιας αλλαγής.

  46. Και το λείψει έγινε υβριδική λήψει. Άει καλάάά. Πάντως δουλεύει η αλλαγή (έφυγα το ymalliaros από την wordpress, παλιότερα δεν δεχόταν ελληνικά στο χρηστώνυμο).

  47. B. said

    32: 8/10 αλλά εντελώς κατά τύχη, μόνο την καβαλίνα και την περατζάδα ήξερα.

    Από τις λέξεις του άρθρου μόνο το πανελλήνιο κοφίνι, αυτό που λέει «μπρούμος» στα καθ’ ημάς (Ικαρία) λέγεται «μπασμός» (λέξη που νόμιζα πανελλήνια μέχρι που διάβασα το άρθρο). Βέβαια δεν είμαι και ειδικός, από ψάρι ψαρονέφρι.

  48. Spiridione said

    29β. Ναι, υπάρχουν παραδείγματα για το βολύμι για όλες τις χρήσεις. Μάλλον από επίδραση της λ. βόλι.
    Ευχαριστούμε πολύ τον Κώστα. Επειδή και εγώ δεν ασχολούμαι καθόλου με το ψάρεμα, δυο μικρές ιστορίες:
    -Το έχω ξαναπεί, ο πατέρας μου έλεγε συνέχεια το εξής περιστατικό: επί χούντας τον παρακολουθούσε η Ασφάλεια (επειδή δεν είχε καλές παρέες), και κάποια στιγμή είπε σε κάποιον φίλο του ‘πήγαινε πάρε ένα κιλό βόπες’ ή κάτι τέτοιο. Ο αστυνομικός άκουσε βόμβες και τον συνέλαβε και τον πήγαν για ανάκριση!
    -Κάποτε η θεία μου στην Κέρκυρα προσπαθούσε να εξηγήσει σε κάποιον άλλον Κερκυραίο πού ήταν το μαγαζί της στην πόλη (βιβλιοπωλείο), και εκείνος της είπε ‘πού είναι, εκείνο είναι που πουλεί σκουλούκια και γάμπαρα;’ προκαλώντας την έκρηξη οργής της θείας μου.

  49. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Γειά σας.

    Εἶδα ντοπιολαλιὰ καὶ μπῆκα.

    Τὸ χάρηκα διπλᾶ: Καὶ ντοπιολαλιὰ καὶ ψαράδικη ὁρολογία· ἔμ σαμποῦ, ἔμ κοντισιονέρ, ποὺ λένε καὶ οἱ γείτονες.

    Εὐχαριστοῦμε πολὺ τὸν Κώστα Χ γιὰ τὸ πολὺ ὡραῖο ἄρθρο καὶ τὸν Νικοκύρη γιὰ τὴ φιλοξενία καὶ τὸν σχολιασμό. Τὰ λεξιλογικά μου σὲ ἑπόμενο σχόλιο.

  50. odinmac said

    Λοιπόν, συμπληρωματικά κάποιες λέξεις που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το θέμα:
    Φακίνος- αυτός που κουβαλάει βαλίτσες
    Αριβάρουμε- φτάνουμε (στον προορισμό)
    Μπαγκάλια- αποσκευές
    Αγάγια- αργά, σιγά
    Μπαλαούστρο- κουπαστή
    Ιμποτίδο- πολύ βρεγμένο, που χει ρουφήξει
    Σαρτέψ(ε)τε- πηδήξτε (πχ από το πλοίο όταν βουλιάζει)
    Σαρτένω, σαρτεύω- πηδάω
    Ιμπάντο- εγκαταλελειμένο
    Σμπρέγο- μεγάλη ζημιά
    Μόλαρε- λύθηκε, έφυγε, (πχ η βάρκα, ή ο σκύλος)
    Έντεσε- πιάστηκε (πχ η πετονιά στα βράχια)
    Μπονόρα- ενωρίς
    Βα- πηγαίνει
    Μπατάρω- αναποδογυρίζω (η βάρκα μπατάρισε)
    Ντιρέτο- κατ΄ ευθείαν
    Έμπο- κακοκαιρία, δυνατός αέρας
    Βιάτζο- ταξίδι
    Αγιούτο!- βοήθεια!
    Ατέντο- σε εγρήγορση, υπ’ ατμόν
    Μπερδουκλώνονται- μπερδεύονται (πχ τα δίχτυα)
    Τρίτσα- ψάθινο καπέλο

  51. # 42

    κατσούλες λένε και τις μικρές γάτες αλλά κι έν πλακέ πορτοκαλοβεραμάν ψαρ΄κι που μόλις κινδυνεύει χώνεται σε χρόνο μηδέν στην άμμο λες κι είναι αέρας !!!! πολύ νόστιμο ψαράλι ειδικά τηγανισμένο με βούτυρο !!
    Το λένε πάντως και για την σακούλα του χταποδιού.

  52. odinmac said

    50 😡
    Κερκυραϊκές βέβαια

  53. odinmac said

    51
    Καί τις γάτες, ναι, όπως και γατσούλα ή γατσούλια για τα μικρά.

  54. aerosol said

    #29
    Επιβεβαιώνω για το βολίμι με την χρήση του μολυβιού γραφής, από τους παλιούς στην Πάτρα.

    #50
    Αρκετές είναι και κεφαλονίτικες (πχ φακίνος, μπονόρα) -και κάποιες πανελλήνια γνωστές. Επιτακτικά ακούγεται και το μπονόρα – μπονόρα (πρωί – πρωί).

  55. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Τὸ ἁρμίδι μᾶλλον ἔχει πανελλήνια διάδοση. Ὑπάρχει καὶ σχετικὸ παραδοσιακὸ τραγούδι (Ἐγὼ εἶμαι ἑνὸς ψαρᾶ παιδί):
    Παίρνω τὸ ἁρμιδάκι μου καὶ τὸ καλαμιδάκι μου.

    Καμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἀρμίδα (τὸ πειρατικὸ τοῦ captain Jimmy) τοῦ Καββαδία. Κατὰ τὸ λεξικὸ τοῦ Τράπαλη: Ἀρμίδα, ἡ : ἀστεροειδὴς ποὺ ἀνακαλύφθηκε τὸ 1903.

    Τσούντα στὴ θερμιώτικη ντοπιολαλιά εἶναι ἡ κορφὴ τοῦ δέντρου, πρᾶγμα ποὺ συνηγορεῖ μὲ τὴ βενετσιάνικη προέλευση τῆς λέξης, ὅπως λέει ὁ Νικοκύρης.

    δόλος ἔχει εὐρεία διάδοση (τὸν ἔχω ἀκούσει στὶς Σπέτσες καὶ στὰ Θερμιά).

    Καρτσουμᾶςσκαρτσιμᾶς στὰ Θερμιά.

    Τὸ κοφίνι μὲ πανελλήνια διάδοση.

  56. odinmac said

    54β
    Ναι, πολλές λέξεις στα Επτάνησα είναι κοινές από την ιταλική επιρροή.

  57. odinmac said

    55γ
    υπάρχει και το τσουντί στην Κέρκυρα που είναι αυτό το ψηλό χόρτο που του κάνεις θηλιά στην άκρη του για να πάνεις… μοστερίτσες (πχ: πάμε να κόψουμε (μία, ή τα) τσουντιά- (δύο, η περισσότερες) τσουντιές να πιάσουμε μοστερίτσες)

    Υγ έχει δύο γένη: το τσουντί, τα τσουντιά
    η τσουντιά, οι τσουντιές

  58. Costas X said

    @ 33. Εμ, επίτηδες το έγραψα σκέτο «κοπριά», και όχι «κοπριά αλόγου» ή «ιπποειδών», για να μπερδέψω τους ιταλομαθείς !

    @ 34. Η δε ετυμολογία της «μποναγράτσιας» παραμένει νεφελώδης. Πιθανώς πρόκειται για κάποια παλιά ιταλική φίρμα καλών κουρτινόξυλων, κάπως σαν την «τσούντα». Βέβαια το «μποναγράτσια» είναι σημασιολογικά σωστότερο από το «κουρτινόξυλο», γιατί περιλαμβάνει και τις μεταλλικές !

    @ 37-39. Σωστά, «κατσούλα» η κουκούλα, αλλά δεν έτυχε να το ακούσω ποτέ για το χταπόδι, νομίζω όλοι «κουκούλα» την λέγανε. Βέβαια οι λέξεις αλλάζουν, και η κουκούλα μέχρι περίπου τα μέσα του 20ου αιώνα λεγόταν «καμουλίκα», έτσι την λέγανε οι γιαγιάδες μου. Το χταπόδι σίγουρα δεν το λένε «κατσούλα».

    @ 48. Συμπεραίνω ότι μάλλον ότι η θεία σας ήταν η Ζερβοπούλου, με το γωνιακό βιβλιοπωλείο στην Πιάτσα, ακριβώς απέναντι από την Ραβανοπούλου που πουλούσε δολώματα και είδη ψαρέματος.

    @ 55. «Τσούντα στὴ θερμιώτικη ντοπιολαλιά εἶναι ἡ κορφὴ τοῦ δέντρου» : σημαντική πληροφορία, πλησιάζει στο καλάμι, αν βρίσκαμε και την ετυμολογία της…

    @ 57. Ναι, το τσουντί, η μικρή τσούντα από αγριοβρώμη. Τι είχαν τραβήξει οι καημένες οι μοστερίτσες (σαύρες για τους βαρβάρους), όταν ήμαστε μικροί !
    https://en.wikipedia.org/wiki/Avena

  59. Περί τσούντας (με αφορμή το 55). Τσουγκ (ή τσούντα πιο ολόκληρο) οτιδήποτε προεξέχει απ’ το κανονικό. Μια τούφα μαλλιά πχ (ε σι κούρηψει καλά, σ’ αφίτσι τσούντις) ή μια άκρη σ’ ένα φόρεμα (όπως στα μοντέρνα που από μια μεριά υπάρχει πορεξοχή).

    Παρεμπιπτόντως, βλέπω πως ο Στεργέλλης στο «γλωσσικό ιδίωμα του Πλωμαριού» (κάπου τόχω αναφέρει ξανά, ίσως δοθεί ευκαιρία και στο μέλλον) εξηγεί:
    κουρατζίνα, η περίττωμα μεγάλου ζώου, καβαλίνα
    Που δείχνει πως την καβαλίνα την θεωρεί πανελλήνια λέξει 🙂

  60. Nestanaios said

    50. Σοροκάδα. Δεν πάμε για ψάρεμα.

  61. Αγάπη said

    βολύμι (τό): μόλυβδος, μολύβι, περασμένο και στο Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων όπου συμπληρώνεται: Ένα από τα πολλά μέσα οιωνοσκοπίας, στη Λευκάδα.

    Αλλού βρίσκω αυτό (στο
    Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης):

    ξ(υ)γκάκι (το)
    η κήλη , το κατέβασμα.
    Συνταγή θεραπείας από χργρ. γιατροσόφι: “Δια να θεραπεύσεις σπασμένον, ήγουν κατέβασμα. Έπαρε λάδι αρκεύθου (αγριοκυπαρίσσι, σ.σ.) δαφινόλαδο και κομμάτι σφογγάρι. Κάμε τα ωσάν τούβλο και βρέξε το εις το αυτό το λάδι. Έπειτα έχε πλάκα βολύμι φιτενή (=φτενή) και βάλε εις βρεμένο από πάνω το βολύμι και δέσε το. … εις ολίγον καιρόν θεραπεύεται.” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 86). (ξυγκάκι)

    περισσότερα εδώ: https://lexikolefkadas.gr/xygkaki-to

    Στην ίδια περιπλάνηση βρήκα και το βολύμι τού Βάρναλη:

    Καρδιά, που τα κοράσια ελαχταρούσες
    κι αρκούσε και σε θάμπωνε ο εαυτός σου,
    τις πιο καλές σου δύναμες σκορπούσες
    στις ηδονές, χαημός καιρού, χαημός σου!

    Τώρα μαζί, αν μπορείς, όλες τις Μούσες
    ν’ αγκαλιάσεις στο στίχο σου αρματώσου,
    και στα νερά της Αρνησιάς βυθίσου
    το μέγα Ναι να βγάλεις της ζωής σου!
    Της μοναξιάς το ρήγα ιδές! το γύπα,

    πώς βγάνει ζωήν απ’ το λιωτό ψοφίμι!
    Τις πεθαμένες αμαρτίες σου τρύπα
    με μύτη ατσαλωτή, βαριά βολύμι!
    Αντάμα σε πολλά σημάδια χτύπα,
    κι από τη Λησμονιά την άξια Μνήμη

    κι απ’ το χαημένο τον καιρό σου τρύγα
    τον Καιρό που θα ζήσει, ω Στίχε ρήγα!

    Και εδώ στις λέξεις τών αγωνιστών τού 21
    https://www.cnn.gr/style/politismos/story/286419/fetos-ki-ego-ston-moria-ena-taxidi-sto-kentro-toy-epanastatikoy-anavrasmoy

  62. Αγάπη said

    Όσες και όσοι δέν ψαρεύουμε, κάνουμε μάγια, ή τα διαλύουμε
    (Λειτουργούν τελικά τα μάγια; 🙂 )
    Ήτανε μία γυναίκα εις το χωριό Κότα. Εκείνος ο οποίος υπέφερε από μάγια, επήγαινε εις αυτήν ένα σημάδι του, τρία κομμάτια μολύβι και ένα μήλο. Τότε η γυναίκα έβαζε νερό μέσα σ΄ένα πιάτο και έλυωνε στη φωτιά το μολύβι. Το μολύβι αυτό το έρριχνε μέσα στο πιάτο με το νερό δια να πήξη. Αν το μολύβι επάγωνε οδοντωτά, δεν είχε νικηθεί ακόμη ο εχθρός και έπρεπε να ξαναλυωθή, αν όμως εγίνετο το μολύβι λείον, τότε είχε κατανικηθή το κακό και επλενόμεθα με αυτό το νερό και διελύοντο τα μάγια. Καθ’ όλον αυτόν το διάστημα, το μήλο εκρατείτο επάνω από το πιάτο με το νερό.

    http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/298193

  63. odinmac said

    62
    Αυτό το κάναμε πιτσιρικάδες, όταν ήμουν στο δημοτικό. Μαζεύαμε όσο περισσότερο βολύμι μπορούσαμε και το λυώναμε μέσα σε μπρίκι ή κατσαρόλα αν ήταν πολύ.Μετά, έτσι καυτό και λυωμένο το αδειάζαμε (ένας) μέσα σε έναν ψηλό κουβά γεμάτο νερό. Αυτό κρύωνε/στερεοποιούνταν ( ;, φτού! στερεοποιόταν ; ) πριν φτάσει στον πάτο και μετά βλέπαμε το σχήμα και ανάλογα αυτό που έβλεπε η φαντασία μας λέγαμε το μέλλον (εκείνου που το έριξε μέσα στον κουβά).

  64. Αγάπη said

    63
    Να υποθέσω πως ούτε η μαγεία ούτε το ψάρεμα ήταν στις καριέρες που επέλεξες 🙂

  65. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Και η ωραία ταμπέλα σε είσοδο πόλης, Λ. Λουκ: Ξένε, πολλοί ήρθαν για να βρουν χρυσάφι και βρήκαν μολύβι.

  66. odinmac said

    64
    Το ψάρεμα σίγουρα όχι, αν και κάνω κολύμπι όλο τον χρόνο και με όλους τους καιρούς εκτός αν βρέχει.
    Για την μαγεία δεν είμαι σίγουρος 🙂

  67. sarant said

    55-58
    Ξαναλέω, η τσούντα είναι από το zonda. Η τροπή ο –> ου δεν είναι ασυνήθιστη. Γιατί τώρα στα κερκυραϊκά προφέρεται άρρινο, δεν το ξέρω, αλλά δεν μπορεί να έχει άλλη ετυμολογία.

  68. Κιγκέρι said

    56: Καβαλίνες εμείς λέμε του αλόγου. Της αγελάδας, σβουνιές. Της κατσίκας, κακαράντζες.

  69. ΓΤ said

    Κόπηκε η είδηση

  70. ΣΠ said

    64
    Μας ξεφτίλισε.

  71. ΣΠ said

    69
    Μέχρι να σχολιάσω, κόπηκε.

  72. Georgios Bartzoudis said

    Δυο Μακεδονικές λέξεις βρήκα στα Κερκυρέικα [διάβαζε Κερ-κυ-ρέι-κα]:
    Κοφίνι (το) [διάβαζε κουφίν(ι) (το)], που είναι ένα μεγάλο «καλάθι» (ποτέ δεν το λέμε έτσι), βεβαίως χωρίς χερούλια αλλά και πολύ «γερό», φτιαγμένο από λυγαριές. Φόρτωναν δυο κοφίνια σ΄ένα γαδούρ(ι) κι έβαζαν καμια δεκαριά καρπούζια σε κάθε κοφίνι.
    Κουρίτα (η): Κάθε σπίτι είχε στην αυλή ένα πηγάδι [διάβαζε μπ’γάδ(ι)] και μπροστά στο πηγάδι μια κουρίτα για πότισμα των ζώων. Υπήρχαν και μεγάλες κουρίτες στις τέσσερεις κοινόχρηστες βρύσες που ήταν στον μερά [διάβαζε μιρά], τουτέστιν κοινόχρηστος βοσκότοπος.

  73. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Πάντως κοίταξα το βιογρ του και το 2005 είχε λέει λάβει κάτι που το λένε axe. Μάλλον θα το ξαναλάβει λίαν συντόμως.

  74. ΓΤ said

    @71 ΣΠ

    Γιατί κόπηκε;

  75. Spiridione said

    58. Ναι.

  76. sarant said

    Θα κοπούν και άλλες αναφορές σε ονόματα

  77. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα. Ωραία συναγωγή λέξεων, μπράβο στον Κώστα:
    Κορφιάτη η τσούντα βγάζει,βόπες, κότσες
    καπουρονιόζους βελανίδες και σαμπιέρους
    και τζίτζολες: σαράντα-και καρότσες !
    Μπραγάνι λέξεων σπαρταρά με άρωμα θέρους..
    Θαμάζει ώς και στου Τζι τη Βάρκα ο Γλάρος
    με αυτό του Κώστα-Χί το ζηλευτό μπατέλο
    και κράζει: “Σε άξιον, τέτοιο πρέπει βάρος.
    τρίτσα δεν έχω μα του βγάζω το καπέλο!”
    ΥΓ1: «Βαβέλ διαφορετικών οραμάτων και διαλέκτων είναι η ποίηση»,έίπε η Δημουλά. Και ίσως κάποτε θα άξιζε να γραφτεί μια…Ομηριάδα Βαβυλωνιακή, όπου ο Οδυσσέας θα μιλάει κορφιάτικα, ο Αγαμέμνονας μωραΐτικα, ο Έκτορας ποντιακά η Καλυψώ Γραικάνικα κτλ.
    ΥΓ2: Άλλη λέξη για τη μαλάγρα είναι και η “μελισσιά”( http://liapadeshistory.blogspot.com/2011/11/blog-post_17.html ), για δε την ‘μπρούμο/μπρούμι’, εναλλακτική ετυμολόγηση θα μπορούσε να είναι και από το bruma [“αντάρα, πάχνη (όθεν, ίσως, σημασία ‘φλομώνω, θολώνω’)”, https://en.wiktionary.org/wiki/bruma , πρβλ Νοέμβρης =“Μπρουμάρης” ]

  78. sarant said

    77 Κι εγώ το σκέφτηκα το bruma.

  79. Costas X said

    @ 67. «ZonTa» στα βενετσιάνικα η τσόντα, με Τ, (προφ. τζόntα, όπως το λέμε στην Κέρκυρα), σας παρέσυρε μάλλον η ένρρινη ή μη προφορά !
    (Dizionario Veneziano-Italiano, Ermolao Paoletti,1851, p.389)

    @ 75. Αναμείνατε φωτογραφία…

    @ 77. Ευχαριστώ για το ποίημα !

  80. Το μπραγάνι το ήξερα από τον πατέρα μου (Αχαΐα) ως πραγάνι – μικρή τράτα, ακριβώς όπως το λέει το κείμενο.

  81. sarant said

    79 Σωστά, zonta, αλλά δεν αλλάζει στην ουσία

  82. Costas X said

    @ 75. Spiridione : Ζερβοπούλου και Ραβανοπούλου στην Πιάτσα, περ.1980 (;).

    Από παλιότερη δική μου δημοσίευση : «Κέρκυρα, Πιάτσα, Βιβλιοχαρτοπωλείον Σπυρ. Ζερβοπούλου.
    Ορόσημο στην Πιάτσα για πολλά χρόνια. Είχε όλα τα βιβλία που αφορούσαν την Κέρκυρα και την ιστορία της. Η συμπαθέστατη ιδιοκτήτρια ιδιόρρυθμη, εξυπηρετική και πάντα πρόθυμη, υπέρ το δέον, να συζητήσει τα θέματα των βιβλίων. Υπήρξε και φίλη της γιαγιάς μου. Απέναντι από την πόρτα της ήταν επίσης για πολλά χρόνια η Ραβανοπούλου, το μαγαζάκι που πουλούσε είδη ψαρέματος και δολώματα.»

  83. Costas X said

    @ 81. Φυσικά και δεν αλλάζει η ουσία.
    Μόλις θυμήθηκα ότι την κορυφή του θάμνου, κάτι που εξέχει, την τούφα, όπως λένε παραπάνω, την λένε «τσίμα». Υπάρχει και το ρήμα «τσιμάρω» (κλαδεύω, κουρεύω), η φράση «τσίμα-τσίμα» (ίσα-ίσα ή παρολίγο), και η «τσιμάδα» (βολή που πέρασε ξυστά), κυρίως στο κρίκετ.

  84. loukretia50 said

    Costas X : Ευχαριστούμε πολύ για το ταξιδιάρικο άρθρο!
    Ήταν μια γεύση από θάλασσα σε μια σκοτεινή μέρα!
    Και η μελωδική ντοπιολαλιά αφορμή να θυμηθώ ξένοιαστες μέρες στην πανέμορφη Κέρκυρα, ηλιοβασιλέμματα και μια βουτιά στην Παλιοκαστρίτσα που μ΄άφησε παγωτό! – κυριολεκτικά και μεταφορικά!

    Το βολύμι το έλεγαν πολλοί στα μέρη μου, από τις υπόλοιπες λέξεις ελάχιστες είχα ακούσει.
    Δεν έτυχε να ψαρέψω ποτέ, σκοπεύω να ασχοληθώ με το σπορ όταν μεγαλώσω. Είμαι προπονημένη όμως να κάθομαι με τις ώρες αγναντεύοντας τη θάλασσα!

    Ανέτρεξα στα Λιμερίκια που βρήκα και πολλές Κορφιάτικες παρόλες https://sarantakos.wordpress.com/limerikia/

    Και θυμήθηκα τον Παρτσινέβελο που εσείς συνηθίζετε να ποστάρετε – αν δεν κάνω λάθος.
    Το αντιγράφω και για άλλους ενδιαφερόμενους.
    (Λοιπόν, αν η εικόνα βγει σε τερατώδεις διαστάσεις, συμπαθάτε με!)

    Ελπίζω καμιά φορά να κοντραριστούμε λιμερικώς! – μ΄αρέσει να παίζω και σε ξένα λιμέρια!

  85. Costas X said

    Ευχαριστώ όλους για τα νεότερα, και ξανά τον Νικοκύρη για την φιλοξενία !

    @ 84. Ευχαριστώ κι εγώ. Ναι, ξέχασα να παραπέμψω στα λιμερίκια για περισσότερες κορφιάτικες λέξεις. Αν θυμάμαι καλά, έχω γράψει 26, από το σχόλιο 95. και κάτω :

    ΛΙΜΕΡΙΚΙΑ

    Ο Τσάντος κι ο Παρτσινέβελος έκλεισαν 3 χρόνια, 2 χρόνια η σελίδα μου στο φέισμπουκ :
    https://www.facebook.com/groups/392009595468694

  86. Nestanaios said

    61. Δεν είναι σίγουρο ότι το βολύμι έχει σχέση με τον μόλυβδο. Ο μόλυβδος ενέχει το στοιχείο «Δ» και το βολύμι δεν το έχει. Υπήρχε παλαιά η λέξη «πολύμι» μέρος του ληνού και του τρύγου «κι απ’ το χαημένο τον καιρό σου τρύγα» και αυτό ενδεχομένως να έχει σχέση με το βολύμι. Ίσως το βολύμι να είναι το πολύμι.

  87. Πέπε said

    Απίστευτο ότι το παξιμάδι (της βίδας) το λέτε γαλέτα!

    Να βρούμε πού αλλού το λένε φρυγανιά…

    (Τι έπαθε πάλι η WP?)

  88. Costas X said

    @ 86. Το «μολύβι» όμως δεν έχει δέλτα. Εύκολη η αντιμετάθεση «μολύβι»->»βολύμι», όπως «φαλάκρα»->»καράφλα». Και αφού το «βολύμι» είναι από μολύβι, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να το ψάχνουμε περαιτέρω, πόσω μάλλον στον ληνό και τον τρύγο.

  89. Costas X said

    @ 87.Το παξιμάδι της βίδας γαλέτο (το). «Γαλέτα» η γαλέτα, και «γαλετίνα» το παξιμαδάκι ή το μπισκότο.

  90. sarant said

    84-85 Καλά που θυμήθηκες τα Λιμερίκια τα κορφιάτικα.

    87 Α, το έπαθε και σε σένα; Ελπίζω να της περάσει γρήγορα

    88 Ε, ναι

  91. Costas X said

    Σας ευχαριστώ όλους, θα τα πούμε αύριο στα «Μεζεδάκια», καλό βράδυ !

  92. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Πάντα πολύ αγαπητά τα άρθρα με τις ντοπιολαλιές. Ευχαριστούμε!
    Βούπες οι γόπες και στην ανατολική Κρήτη.
    Έχω ωραία ανάμνηση από βουποψάρεμα, εδώ, στη θάλασσα της Αττικής,καμια 40αριά χρόνια πίσω. Πέσαμε σε κοπάδι και βγάλαμε με καλάμι πάνω από τη βάρκα μπόλικες. Τόσο πλήθος που ψάρεψε ακόμη κι η μάνα μου (που έτυχε να είναι εδώ και μας πήγε βόλτα με το καινούργιο σκαφάκι ο αδελφός μου) και το έλεγε για χρόνια.
    Μιχίνα λέμε μεις τη μεσινέζα. (Το χι παχύ 🙂 )

    30 >>Καπόνι και χελιδονόψαρο είναι συγγενικά είδη, και τα δύο με μεγάλα πτερύγια.
    Το χελιδονόψαρο είναι ψάρι,αλλά το ψαρόνι είναι πουλί 🙂

    59α >>Τσουγκ (ή τσούντα πιο ολόκληρο) οτιδήποτε προεξέχει απ’ το κανονικό.
    Τσουνί σ΄εμάς η μικρή προεξοχή.
    β.καβαλίνες, ναι . Των γαιδουρομούλαρων, της αγελάδας βουτσά (η) και προβατσουλιές των αιγοπροβάτων.

    «Πλέχουν τα μήλα στο γιαλό, πλέχουν κ οι καβαλίνες» παροιμία.

    61. Τα πρησμένα μέλη ανακουφίζονται με επιθέματα μολυβδόνερου (εμπειρία από νοσοκομείο)

    87 (Τι έπαθε πάλι η WP?)
    μου έβγαλε τη φωτό της τερατο και περίμενα να της περάσει κ να γράψω αλλά δεν…

  93. Κουτρούφι said

    Ωραίο και το σημερινό.
    Κορίτος (ο) : μικρή βάρκα χωρίς καρίνα, ιδανική για ρηχά νερά, συνήθως σε σχήμα κιβωτίου ή σκάφης. Από το σλαβικό-σερβοκροατικό «кори́то», που σημαίνει «ποτίστρα για ζώα», λόγω του σχήματος.

    Με την ίδια σλαβική λέξη συνδέει ο Ν. Προμπονάς (Χρηστικό Σιφνιακό Γλωσσάριο, 2019) την λέξη «καρούτα» (δεξαμενή επεξεργασίας χώματος για παρασκευή πηλού στα αγγειοπλαστεία)

    Μια ερώτηση: Υπάρχει στην Κέρκυρα η λέξη πραγκό (ή παρόμοια) που είναι ένα είδος πολυάγκιστρου για καλαμάρια; Μάλλον ιταλικής προέλευσης και αυτό.

  94. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    83 >> «τσίμα»
    Συμπτωματικά (σε σχέση με το άρθρο), ποταμίσια ψαράκια που τα ψήνανε στο σινί με βούτυρο μας έλεγε μια γιαγιά από την Ηπειρο, για τις τσίμες. Τα λιγουροονειρευόμουν έτσι όπως τα έλεγε νοστιμευτά και μου έμεινε το όνομα.

    Η πόρσε έχει σεκλέτια

  95. Πέπε said

    @50:

    Αριβάρουμε- φτάνουμε (στον προορισμό): πανελλήνιο βέβαια το αριβάρω, ωστόσο παλιότερα το άκουγα συχνά να λέγεται με τη διαστρεβλωμένη έννοια φεύγω.
    Μπαγκάλια- αποσκευές: τα μπαγκάζια
    Αγάγια- αργά, σιγά: αγάλια
    Σαρτένω, σαρτεύω- πηδάω : σαλτάρω
    Μόλαρε- λύθηκε, έφυγε, (πχ η βάρκα, ή ο σκύλος): υποθέτω, μολάρω από το αμολάω (που είναι από το molare)

  96. Πέπε said

    Την κατσούλα την έχω ακούσει στη Σάμο. Νομίζω ότι σημαίνει γενικώς κουκούλα, πάντως εγώ για του χταποδιού την έχω ακούσει.

    Όσο για το τσιμάρω (=κουρεύω, κλαδεύω), υπάρχει ομόηχο ρήμα στα Καλύμνικα, άγνωστης (σ’ εμένα) ετυμολογίας, που σημαίνει «τραγουδώ ένα πολύ συγκεκριμένο είδος τραγουδιών». Κλασικό τσιμάρισμα είναι το Ντιρλαντά: ένας σε ρόλο κορυφαίου τσιμάρει, δηλ. αραδιάζει στιχάκια, συχνά αυτοσχέδια, και οι υπόλοιποι επαναλαμβάνουν μια στερεότυπη φράση (που στη συγκεκριμένη περίπτωση, ντάρλα-ντιρλανταντά, δε σημαίνει τίποτε, σε άλλα τσιμαρίσματα όμως βάζουν κανονικές λέξεις). Πρέπει να είναι πανάρχαιη και ίσως πανανθρώπινη μορφή εργατικών τραγουδιών.

    Καλύμνικο τσιμάρισμα (προσπαθήστε να βγάλετε και τα θολά γράμματα στην ετικέτα της φτγρ):

    Τζαμαϊκανό τσιμάρισμα:

  97. Μαρία said

    δοκιμή

  98. sarant said

    94 Όντως η Πόρσε έχει θέμα, όταν πάμε να σχολιάσουμε.

  99. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    dokimi

  100. Μαρία said

    https://www.efsyn.gr/epistimi/tehnologia/394070_problimata-se-facebook-instagram-messenger-kai-whatsapp

  101. loukretia50 said

    δοκιμή κι εγώ! να δω αν θα το δείξει

    (πολύ τον πάω αυτόν τον τυπάκο!)

  102. odinmac said

    101
    Αυτός ο μούτρης εκεί αριστερά που μασάει στην Κέρκυρα τον λένε Μόμολο

  103. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Σαρτέρνω και σάρτος ,σαλτάρω και σάλτος, τα λέ(γα)νε με το ρ, οι πιο παλιοί.

    Μολέρνω~φεύγω, (Εμόλαρε μάνι μάνι να μην την πιάσει η βροχή), μολέρνω το νερό (μόνο για ποτιστικό)~ ανοίγω τη κάνουλα,(πχ από στέρνα), γενικά στο μεταβατικό σημαίνει αφήνω, αμολάω τον σκύλο~τον λύνω, την εμόλαρε~ την άφησε, μολαρητός~αμολητός, λυτός, χωρίς έλεγχο

    Μανώλαρε, Μανώλαρε, πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε.Το γνωστό τραγούδι του Αιγαίου.

  104. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    100 Α! μάλιστα! Ξαφνικά, από τ΄απόγευμα δεν έχω σκάιπ στο λαπτόπι.

    101, Λου, εσύ τα φτιάχνεις; Βάλε και την κατσούλα (ή κάτα) από δεξά να (του) κάνει χου! 🙂

  105. loukretia50 said

    ΕΦΗ -ΕΦΗ
    Μακάρι να μπορούσα!
    Ακόμα αγωνίζομαι να μάθω να βάζω λεζάντες.
    Αυτός που υπογράφει είναι ένας τρελούτσικος που παίζει με κλασικούς πίνακες, αλλά το συνηθίζουν πολλοί τώρα τελευταία!

  106. odinmac said

    105
    Νομίζω είναι γυναίκα 🙂

  107. Πέπε said

    Έστω, γαλέτο. Και πάλι η αντιστοιχία είναι εμφανής, παράλληλες αρτοποιητικές αναφορές μεταξύ Κορφών και ΚΝΕ. Τη λογική όμως δεν την καταλαβαίνω. Υπέθετα ότι το παξιμάδι πρέπει να είναι άσχετης ετυμολογίας από το παξιμάδι που τρώμε, αλλά φαίνεται πως όχι!

    90
    Ναι, δεύτερη φορά τώρα. Να επιλέξω μεταξύ ΦΒ και WP, δύο φορές το καθένα, σε μέγεθος… φυσικό!

  108. sarant said

    107 Το σχόλιο είχε κρατηθεί.

    Αλλά ευτυχώς, επανήλθε η κανονική κατάσταση όταν σχολιάζουμε.

  109. loukretia50 said

    106. Σωστά! Δεν το ήξερα!

    «‘Εχει ταλέντο το κορίτσι!»

    Σόρυ για την κατάχρηση!

  110. Μαρία said

    109
    Καταπληκτικά. Έχει βρεθεί όρος γι’ αυτά τα κόλπα;

  111. # 83

    A cim(m)a ένα υπέροχο τραγούδι ου Φαμπρίτσιο

  112. Alexis said

    Η κατσούλα με τη σημασία «κουκούλα» είναι σχεδόν πανελλήνια.
    Στο Ξηρόμερο υπάρχει και η έκφραση «έχει το διάολο κατσούλα»(=είναι στραβόξυλο, στριμμένο άντερο)

    #69, 71, 74, 76: Για ποιο πράγμα μιλάγατε; Ποια είδηση κόπηκε;

  113. sarant said

    109 Πολύ ωραίο!

    112 Μια είδηση που την έσβησα εγώ, άσχετη με το θέμα και ενοχλητική σε μένα.

  114. Costas X said

    @93. «…πραγκό (ή παρόμοια)» : Όχι, δεν το έχω ακούσει, ούτε υπάρχει στο «Κερκυραϊκό Λεξικό 5.000 λέξεων»

    @ 95 & 103. «μολάρω από το αμολάω» : Υπάρχει και το κορφιάτικο «απολέρνω», «αμολάω», «αφήνω να φύγει», μάλλον πιό χωριάτικο, π.χ. «απόλαρέ τονε (το σκύλο)» ή «κάποιος την απολάρησε (την πορδή) ! 🙂

  115. Nestanaios said

    88. Δεν υπάρχει λέξη «μολύβι». Αν υπάρχει δεν έχει σχέση με τον μόλυβδο. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχει λέξη χάλυβας. Αυτό που υπάρχει δεν έχει σχέση με τον χάλυβδα.

    Το πάθος λέγεται μετάθεση. Οι νεότεροι «γλωσσολόγοι» αφού το έκλεψαν από τον Τρύφωνα το τροποποίησαν σε αντιμετάθεση για να σβήσουν τα αποτυπώματα της κλοπής. Μετάθεση είναι η μετάθεση στοιχείου από μια θέση σε άλλη θέση. Έχουμε ευτμολογία και γίνεται ετυμολογία. Μεταθέτουμε το στοιχείο «τ» από την τρίτη θέση στην δεύτερη. Δεν αλλάζει τίποτα. Η έννοια είναι η ίδια. Σκέψου αν αλλάζει κάτι στην διαδικασία του καφέ. Υπάρχει διαφορά αν προσθέσεις το γάλα ή την ζάχαρη δεύτερο η τρίτο;

  116. Costas X said

    Ασυγχώρητος που το ξέχασα : «Πεσκάδα» η ψαριά, από το ιταλ. «pesca» φυσικά.

  117. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    103>> Σαρτέρνω και σάρτος ,σαλτάρω και σάλτος, τα λέ(γα)νε με το ρ, οι πιο παλιοί.

    Παλιός δεν είναι ο Καββαδίας? 🙂

    Νά ῾χαμε νὰ τοῦ δίναμε μία ρίζα, ἕνα χορτάρι,
    ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ τὰ χείλη νὰ δροσίσει,
    ἢ νὰ τὸν κοινωνούσαμε μὲ μία τούφα χασίσι.
    Θὰ ναρκωνόταν ὁ σκορπιὸς ποὺ μέσα του σαρτάρει.

  118. Ο εσαεί ανάποδος said

    Πολύ αξιέπαινη η προσπάθεια, κύριε Νίκο, αλλά να θυμίσω ότι υπάρχει το πολυσέλιδο «Κερκυραϊκό γλωσσάρι» (1987 και συμπληρωμένο 1992) του Γεράσιμου Χυτήρη, πατέρα του φίλου μου Τηλέμαχου. Δυστυχώς είναι από καιρό εξαντλημένο. Μου ήταν χρησιμότατο όταν πρόσφατα έγραψα την εισαγωγή και φρόντισα (2022) το σχετικά άγνωστο «Πάθος» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Εννοείται ότι τα γλωσσάρια πολλές φορές δεν περιλαμβάνουν όλες τις παραλλαγές μιας λέξης. Ιδίως στην Κέρκυρα, υπήρχαν και υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις από χωριό σε χωριό, από το αν είναι ορεινός ή παραθαλάσσιος οικισμός κτλ.

  119. Costas X said

    @ 115. α) «Δεν υπάρχει λέξη «μολύβι» ;;;

    β) «Έχουμε ευτμολογία και γίνεται ετυμολογία. Μεταθέτουμε το στοιχείο «τ» από την τρίτη θέση στην δεύτερη. Δεν αλλάζει τίποτα. Η έννοια είναι η ίδια. Σκέψου αν αλλάζει κάτι στην διαδικασία του καφέ. Υπάρχει διαφορά αν προσθέσεις το γάλα ή την ζάχαρη δεύτερο η τρίτο;»

    Κανένα πρόβλημα με το γάλα και τη ζάχαρη, αλλά αν μεταθέσουμε τα γράμματα της λέξης, ο «καφές» θα γίνει «φακές» ! 🙂

    Μάλλον κάνετε πλάκα, δεν θα συνεχίσω γιατί δεν έχω όρεξη, και με πονάει και το δόντι.

  120. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    119# Αμ δεν κάνει πλάκα…

  121. Spiridione said

    82. Α, ευχαριστώ πολύ Κώστα
    119. Μη δίνεις βάση

  122. sarant said

    118 Nαι, ο Χυτήρης είναι κλασικό έργο. Θα ήθελα να έβλεπα τον Θεοτόκη σας.

  123. Costas X said

    @ 118. «…στην Κέρκυρα, υπήρχαν και υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις από χωριό σε χωριό…»
    Και εντονότερες σχετικά με το ιδίωμα της πόλης και των προαστίων, όπου υπάρχουν πολύ περισσότερες ξένες λέξεις απ’ ότι στα χωριά, λόγω επαφών των αστών με την εκάστοτε διοίκηση.

    @ 120. Τότε, είναι βαριά περίπτωση…

    @ 121. α) Να είστε καλά, αγαπητό πρόσωπο η Ζερβοπούλου, η φωτογραφία είναι δική μου από φιλμ.
    β) Όχι, δεν του ξαναδίνω σημασία.

  124. odinmac said

    #82-> 121, 123γ (ΣΠ+Κώστα)
    Αμάν ρε σεις! τρώγατε, την 10ετία των 70ς και 80ς, φρέσκα ξηρά καρπά και καραμέλες από το μαγαζάκι που ήταν παραόμορο της θείας;
    Και λίγο αργότερα, 80ς πάλι, χάμπουργκερ από το τζάμπο (νομίζω), που ήταν δίπλα, και είχε γίνει στέκι της τότενε (μικρο)νεολαίας;

  125. odinmac said

    Α! ΚώσταΧ, και μην ξεχάσεις να δεις το 96α του Πέπε 🙂

  126. Nestanaios said

    116. Εδώ κάνεις λάθος. Το δόντι φταίει. Δεν είναι πεσκάδα αλλά περκάδα από την πέρκα. Αυτό ίσως να μπορούσες να το πεις αντιμετάθεση.

  127. Nestanaios said

    96. «Την κατσούλα την έχω ακούσει στη Σάμο. Νομίζω ότι σημαίνει γενικώς κουκούλα»

    Σίγουρα δεν έχεις πάει Νεστάνη.

  128. Costas X said

    @ 124.
    Για χάμπουργκερ δεν θυμάμαι, αλλά ξηρούς καρπούς και καραμέλες είχαν αριστερά από την Ζερβοπούλου η Τσιμίνου, και διαγωνίως απέναντι, δεξιά από την Ραβανοπούλου, ο «Λεβέτσος». Παρεμπιπτόντως, ήταν περίεργο το ότι όλοι οι Κερκυραίοι τόνιζαν την Ραβανοπούλου, αλλά μόνο την Ραβανοπούλου, στην προπαραλήγουσα, την έλεγαν ΡαβανΌπουλου. Είχε πλάκα επίσης, ότι το ζαχαροπλαστείο «O Γκρέμος» στην Πιάτσα, ακριβώς απέναντι από την Ζερβοπούλου, επειδή τότε η ταμπέλα ήταν γραμμένη με κεφαλαία, οι «ξένοι» έκπληκτοι το διάβαζαν «O Γκρεμός» !

  129. Πέπε said

    124
    > χάμπουργκερ από το τζάμπο (νομίζω)

    Χάμπο;

  130. odinmac said

    #129. Hambo! ναι!
    Αυτό εδώ με τα κίτρινα φώτα ήταν, το μαγαζί συνέχιζε μέσα δεξιά σε έναν πολύ πλατύ διάδρομο που είχε δεξιά και αριστερά τραπέζια που το καθένα είχε από έναν κοινό ημικυκλικό καναπέ ας πουμε. Καφετέρια στην ουσία που είχε και μιλκ σέικ αλλά έφτιαχνε και χαμς αν θυμάμαι, και είχε και τις τηγανιτές τις πατάτες του που εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν πρωτοπορία, μοδάτο. Μιλάμε για το 81, 82 περίπου και για λίγα χρόνια μετά.

  131. Costas X said

    @ 130. Το «Χάμπο» δεν το θυμάμαι, δεν έτρωγα χάμπουργκερ, αλλά «πιτούλες» από το «Τάκα-τάκα» !
    Στη φωτογραφία αριστερά, στη θέση του σημερινού καπνοπωλείου, το ιστορικό μανάβικο του Τάραντου, «προμηθευτή της Βασιλικής Αυλής» !
    Δεξιά, το μαγαζί της Τσιμίνου με τους ξηρούς καρπούς και τα ζαχαρωτά που προανέφερα. Αριστερά απ’ αυτό, στην αρχή από τα «Ψαράδικα», διακρίνεται ένα από τα τρία μαγαζιά που τηγάνιζαν ψάρια και θαλασσινά.

  132. Ο εσαεί ανάποδος said

    Κύριε Νίκο, μια και ενδιαφερθήκατε για τον Θεοτόκη, γράψτε μου αν θέλετε στο mail μου ή στο inbox του fb την ταχυδρομική σας διεύθυνση.

  133. Τσαφ 1 said

    Νομίζω ότι σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα το βαρίδι (τουλάχιστον για το ψάρεμα) λέγεται και μολύβι. Πάντως, οπωσδήποτε, στην Αίγινα λέγεται μολύβι (είχα προσωπική εμπειρία).

  134. […] φίλου μας Κώστα Χ., που εκείνο ήταν  αφιερωμένο στην ψαράδικη ορολογία της Κέρκυρας. Μάλιστα, ο Κώστας Χ. ήξερε ότι ο Σπύρος είχε ένα άρθρο […]

Σχολιάστε