Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία (μια ακόμα συνεργασία του Λάμπα)

Posted by sarant στο 9 Ιουνίου, 2023


Στο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (πλήρης κατάλογος στο τέλος). Δημοσιεύω σήμερα ένα άρθρο του φίλου μας του Λάμπα, με λέξεις από τη Γορτυνία. Πιο σωστά, ένα ακόμα άρθρο του φίλου μας του Λάμπα, μια και έχει προηγηθεί, περυσι  τον  Νοέμβριο, ένα  πρώτο δικό του άρθρο με 45 λέξεις.

Με την ευκαιρία ανανεώνω την προτροπή προς φίλους του ιστολογίου να  στείλουν άρθρα με το λεξιλόγιο της  ιδιαίτερης πατρίδας τους. Υπάρχει μια ακόμα συνεργασία στα σκαριά, για νησί αυτή τη φορά, που θα τη δούμε την  άλλη Παρασκευή.

Χωρίς περισσότερα,  δίνω τον  λόγο στον Λάμπα. Όπου έχω κάτι να σχολιάσω, το βάζω σε [αγκύλες]

Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία

Τις παρακάτω λέξεις τις έχω συναντήσει όλες στον καθημερινό λόγο. Κάποιες  επιλέχτηκαν, επειδή γι’ αυτές έγινε πρόσφατα λόγος στο ιστολόγιο (νόνα, θερίος, την πετσώνω). Δε συμπεριέλαβα λέξεις που, καθώς δεν υπάρχει πια το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται, είναι καταδικασμένες να χαθούν. Ποιον ενδιαφέρει σήμερα τι ήταν π.χ. η χανάκα ή η χαρδαβέλα, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια χανάκες και χαρδαβέλες;  [Α, νομίζω πως πολλούς θα ενδιέφερε τι  ήταν  η χαρδαβέλα!]

Στην προηγούμενη ανάρτησή μου, προβλήθηκε από κάποιους σχολιαστές η δικαιολογημένη ένσταση ότι κάποιες λέξεις του καταλόγου είναι ευρύτερα γνωστές και, συνεπώς, δεν πρέπει να θεωρούνται ιδιωματικές αλλά λέξεις της κοινής. Γενικά, είναι δύσκολο για το φυσικό ομιλητή ενός ιδιώματος να αντιληφθεί πόσο οικείος είναι στους άλλους ο τρόπος που εκφράζεται (στα πενήντα μου, ακόμη ξαφνιάζομαι με τα χαμόγελα των συναδέλφων, όταν με ακούν να λέω στάει και όχι στάζει). Για παράδειγμα, στον πρώτο κατάλογο δε συμπεριέλαβα το επίθετο λωβός, γιατί το θεώρησα, ως αντώνυμο του καλός, ευρύτατα γνωστό. Όταν, όμως, συμπεριλήφθηκε σε κάποιο μανιάτικο γλωσσάρι που δημοσιεύθηκε εδώ, με έκπληξη διαπίστωσα ότι ήταν παντελώς άγνωστο. Και το αντίθετο: για το ρήμα κουπώνω, που έβαλα στον κατάλογο, υποστηρίχθηκε ότι είναι λέξη της κοινής. Γιατί, όμως, δε λημματογραφείται σε κανένα από τα τρία μεγάλα λεξικά;  Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις το ζητούμενο δεν είναι η ίδια η λέξη, αλλά η μορφολογική απόκλισή της από τον «κανονικό» τύπο ή η σημασιολογική διαφοροποίηση.

Θα ήθελα, τέλος, να παρακαλέσω όποιον έχει τη διάθεση, να συνεισφέρει στην ετυμολογία.

 

1. αγουριέμαι = ουρλιάζω, ωρύομαι, κλαίω σπαρακτικά

Άμα του πεις κάτι κακό για την ομάδα του, αρχινάει κι αγουριέται. Τον ακούει όλο το χωριό!

Αρρώστησα στην κηδεία. Πώς αγουριότανε έτσι η έρμη η μάνα του!

[Δεν υπάρχει στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας. Μου θυμίζει το «αρουλιέμαι», επίσης πελοποννησιακό, με αυτή τη σημασία]

2. άλυσος (ο) = η αλυσίδα· συχνά στην έκφραση έχει κόψει τον άλυσο = έχει τελείως τρελαθεί, αποχαλινωθεί, «ξεφύγει».

−Δεν έχει βγάλει ούτε το δημοτικό, και θέλει να γίνει δήμαρχος!

− Έχει κόψει τον άλυσο!

 

3. αποσπερού (επίρρημα) = απόψε

Θα πάω αποσπερού. Κάτσε να πέσει ο ήλιος πρώτα.

[αποσπερινού  στο ΙΛΝΕ]

4. αρούκατος = απρόσεκτος και βίαιος στις κινήσεις του, αδέξιος, παρορμητικός, επιπόλαιος, άξεστος, αγενής

Μην ξαναπαίξεις μπάλα μαζί του, είναι μπίτι αρούκατος. Θα σου σπάσει κάνα πόδι!

Έδωσε το χέρι του στη γυναίκα, χωρίς να πλυθεί από τις λάσπες! Αρούκατος άνθρωπος.

 

5. άταρος =  μαλθακός, αδύναμος

Μπίτι άταρο είναι. Ούτε ένα τσουβάλι τσιμέντο δεν μπορεί να σηκώσει. (Μέτρο της σωματικής δύναμης στα χωριά ήταν η δυνατότητα ανταπόκρισης σε συγκεκριμένες εργασίες, στην προκειμένη περίπτωση οικοδομικές, μιας και προέρχομαι από χωριό οικοδόμων.)

 

6. βελέγκο (επίρρημα) = πολύ γρήγορα, το γρηγορότερο δυνατό, «σφαίρα»

Η νόνα σου (βλ. παρακάτω) δεν είναι καλά. Τρέχα να φωνάξεις το γιατρό! Βελέγκο! 

[Πρόκειται για το δελέγκου, ντελέγκου, ντελόγκου, που υπάρχει σε πολλά ιδιώματα, πχ επτανησιακό, και είναι το βενετικό da luogo]

7. γαρς = μήπως; (εισάγει ρητορικές ερωτήσεις που ισοδυναμούν με έντονη άρνηση· υποθέτω το μήγαρις του Σολωμού)

Γαρς είχα λεφτά ο έρμος; (=δεν είχα φράγκο)

 

8. δυναμάρι  = το στήριγμα

Μετά το θάνατο του αδερφού του κατέρρευσε. Έχασε το δυναμάρι του.

[Σε πολλές περιοχές]

9. ζιόγκι  = το εξόγκωμα

– Πού το κονόμησες φτούνο το παράσημο στο κούτελο;

– Κοπάνησα στην ελιά, σ’ ένα ζιόγκι!

 

10. θαμπίζω =  μόλις που διακρίνω, βλέπω αμυδρά, πολύ θαμπά

Στραβώθηκε τελείως. Δε θαμπίζει ούτε άνθρωπο, α δε ζυγώσει στα δυο μέτρα! 

 

11. θερίος (επίθετο) = πανύψηλος, θηριώδης

Τέτοιο θερίο κλαρί (βλ. παρακάτω) μες στην αυλή σου, και δεν το κόβεις! Θα βγάλεις ξύλα για ένα μήνα.

 

12. κάθικα (τα) = τα μαγειρικά σκεύη

 Μέχρι πότε θα πλένεις κάθικα; Πάρε ένα πλυντήριο πιάτων! 

13. καταλιακού (επίρρημα) = κάτω απ’ τον ήλιο, εκεί που χτυπά ο ήλιος, ανοιχτά, ολοφάνερα

Μη στέκεις καταλιακού! Τράβα στον ίσκιο!

Τις κομπίνες του τις κάνει καταλιακού. Έχει πλάτες και δε φοβάται κανένανε.

 

14. κλαρί = 1) το δέντρο (όχι το κλαδί). Το κλαδί είναι η κλάρα και το κλαδάκι η κλαρίτσα· 2) κομμένα κλαδιά που το φύλλωμά τους χρησιμεύει ως τροφή για οικόσιτα ζώα·  κλαρίζω = κόβω κλαρί (σημ.2) για τα ζώα. Αξιοσημείωτες εκφράσεις:  πάει κλαρί του = χάθηκε, καταστράφηκε, πέθανε (πβ. πάει καλιά του)·  τρία η κλάρα: εκφράζει χλευασμό για κάτι εντελώς ανόητο, εξωφρενικό ή παράλογο που είπε ή έκανε κάποιος.

−Καιρό έχω να δω το Μήτσιο.

− Πάει κλαρί του. Τον κηδέψαμε πριν από έξι μήνες.

 

−Έριξε το γράμμα στο κουτί, χωρίς να βάλει γραμματόσημο!

− Τρία η κλάρα!

 

15. κοτσιαφτίζω =  εστιάζω τις υποψίες μου για κάτι σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο βάσει κάποιων ενδείξεων, το «στοχοποιώ» θα λέγαμε σήμερα (αρχική σημασία: μαρκάρω το ζώο κάνοντάς του μια τομή με αιχμηρό εργαλείο στο αυτί.)

Με είδε ο διευθυντής με το μαρκαδόρο στο χέρι και με κοτσιάφτισε. Από τότε, όποτε δει τίποτα γραμμένο στους τοίχους του σχολείου, εμένα φωνάζει στο γραφείο.    

 

16. κουντίνα   = η βαριά αρρώστια

−Δε λέει να συνέλθει από την κουντίνα που πέρασε. Ένα μήνα έχει βγει απ’ το νοσοκομείο και ακόμα στο κρεβάτι κάθεται.

Long Covid το λένε.

 

17. κουτραμπάνης = απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος, κουτουρατζής (κουτραμπανιά = κουτουράδα)  

Μια ζωή  κουτραμπάνης ήτανε. Κάποτε πήγε και έπαιξε όλες τις οικονομίες της γυναίκας του στο χρηματιστήριο.

 

 18. λάμπαδος (ο) =  η μεγάλη φλόγα, οι φλόγες της πυρκαγιάς

−Ποιος πήρε την πυροσβεστική;

−Εγώ. Στο μπαλκόνι καθόμουνα και είδα το λάμπαδο να πετάγεται στο βουνό.

 

19. λαπατσιάφτης = άνθρωπος με χαρακτηριστικά μεγάλα αυτιά.

Θα τον γνωρίσεις πολύ εύκολα. Λαπατσιάφτης!

Η φράση προέρχεται από τη σπουδαία ταινία του Σκορτσέζε «ο Ιρλανδός». Είναι τα λόγια του μεγαλομαφιόζου Ρας Μπαφαλίνο (Τζο Πέσι) προς το πρωτοπαλίκαρο της μαφίας Φρανκ Σίραν (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), που έπρεπε να παραδώσει σε κάποιον πράκτορα της CIA το φορτίο με τα όπλα που θα χρησιμοποιούνταν στην εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων. Ο υποτιτλισμός έγινε στο γορτυνιακό ιδίωμα.   

20. λωβός = ελαττωματικός, σκάρτος. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως αντώνυμο του καλός, όπως στην έκφραση καλός λωβός, με την οποία δηλώνεται η αξία ενός αποκτήματος ή μιας προσπάθειας, έστω και αν δε μας ικανοποιεί απόλυτα.

Εμείς ένα σπίτι, καλό λωβό, το φτιάξαμε. Αυτός τι έφτιαξε;

21. μισοκούντελος = αδιάθετος, κακόκεφος, ζαλισμένος, αυτός που αρχίζει να εκδηλώνει τα συμπτώματα μιας αρρώστιας ή δεν έχει αναρρώσει πλήρως απ’ αυτήν.

− Συνήλθε από τη νάρκωση;

Ακόμα μισοκούντελος είναι.

 

22. μεινεμένος ( μετοχή του μένω) = αυτός που έχει απομείνει.

Το βράδυ δε θα μαγειρέψω. Θα φάμε απ’ τα μεινεμένα.

23. μερμελάει (εύχρηστο μόνο στο γ΄ πρόσωπο): το ρήμα αναφέρεται στο πολύ δυσάρεστο αίσθημα που προκαλεί η κίνηση μετά το μούδιασμα. Λένε ότι ανυπόφορο είναι το μερμελητό που προκαλεί το τσίμπημα του σκορπιού.

Πώς με μερμελάει το πόδι μου!

24. μολογάω = μιλάω, αφηγούμαι. Η προτροπή μολόγα (π.χ. σε κάποιον που μπαίνει στο καφενείο) αποτελεί πολύ συνηθισμένο τρόπο για να ξεκινήσει μια συζήτηση.

25. μουστρίζομαι = πασαλείβομαι στο πρόσωπο

Πάλι μουστρίστηκες! Δε σου ξαναπαίρνω σοκολάτα!

 26. μπουμπουλώνομαι = σκεπάζομαι ολόκληρος

Βλες τις γυναίκες στο Αφγανιστάν μπουμπουλωμένες και πονάει η καρδιά σου!

[Το ξέρω «μπαμπουλωνομαι»]

27. μπούχλα = το θόλωμα της ατμόσφαιρας από καπνό και, γενικότερα, η θολούρα στον ουρανό. μπουχλώνω = γεμίζω με καπνό, πνίγω στον καπνό· συνηθέστερα απρόσωπο (κατά τα ρήματα που δηλώνουν φυσικά φαινόμενα): μπουχλώνει.

Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο!

28. νόνα = η γιαγιά

29. ντιλάρι  = πανύψηλος, ντερέκι

Πώς να βολευτεί τέτοιο ντιλάρι σ’ αυτό το ντιβάνι που του ’στρωσες;

30. ντουφεκαλεύρης = φυγόπονος και ανεύθυνος, και γι’ αυτό εντελώς αποτυχημένος σε ό,τι καταπιαστεί.

Αυτόν τον ντουφεκαλεύρη βρήκες να κάνεις συνεταίρο; Κλάφτα τα λεφτά σου!

31. περικοπό = συχνά δύσβατο αλλά οπωσδήποτε συντομότερο από τον κανονικό δρόμο μονοπάτι  − περικοπά (επίρρημα) =από το μονοπάτι.

Απ’ τη δημοσιά είναι δυο ώρες δρόμος, αλλά άμα πας περικοπά θα κάνεις λιγότερο.

 32. την πετσώνω =  χορταίνω καλά, την ταρατσώνω

Ήρθε, έφαγε τον περίδρομο και, αφού την πέτσωσε καλά καλά, μας είπε ότι δεν του άρεσε το φαΐ!   

 33. σκιαζάρι (το) = το σκιάχτρο

Άμα έχεις τίποτα παλιά σιντί για πέταμα, φέρ’ τα μου στο χωριό να τα κάνω σκιαζάρι για τα πουλιά.

 [και: σκιάζουρο]

 34.  στάλακας  =  το νερό της βροχής που τρέχει από τη στέγη.

Έβρεξε πολύ τη νύχτα;

− Δεν ακούς το στάλακα στο τσιμέντο;

 35. συνοριάτης =  ο γείτονας στην ακίνητη, κτηματική περιουσία

Όλο στα δικαστήρια τρέχει. Αυτά παθαίνεις άμα έχεις κακούς συνοριάτες.

36. τσιλαγράω/τσιλαγρίζω = πιτσιλίζω (τσιλάγρα = η πιτσιλιά, ο λεκές)

Δεν είχαν στεγνώσει καλά οι πατάτες. Τις έριξα στο τηγάνι και τσιλάγρισα όλον τον τόπο.

Πάτησα μια σπασμένη πλάκα στο πεζοδρόμιο και τσιλαγρίστηκα. Πρέπει να αλλάξω παντελόνι.

37. τσούγδω = γυναίκα που σχολιάζει τα πάντα με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο. Έτσι είχε αποκαλέσει κάποτε την Έλλη Στάη ο αείμνηστος συντοπίτης μου Βαγγέλης Γιαννόπουλος.  Δανείζομαι το παράδειγμα του slang.gr, γιατί μου αρέσει.

Η Σίσσυ μου ’πε πως τα ’χει με τον Άρη.

− Όλη την ομάδα ή μόνο τα τσικό;

− Είσαι μια τσούγδω εσύ!

38. υποκόντριος =  δύστροπος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, «αγύριστο κεφάλι» (υποθέτω το λόγιο επίθετο υποχόνδριος, που συσχετίστηκε παρετυμολογικά με την κόντρα)· Παράγωγα:  υποκοντρίλα  και υποκοντριάζω

Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί (=αμετακίνητος)!

Για να κόψεις το τσιγάρο, πρέπει να υποκοντριάσεις. (πραγματική συμβουλή φίλου που τα είχε καταφέρει).

39. χ(α)ραμπουλιάζω = πιάνω κάτι σφιχτά κλείνοντας τα δάχτυλα, το χουφτιάζω.

Σου ’χω πει να μην αφήνεις το παιδί να παίζει χάμου στο τζάκι. Παρολίγο να χαραμπουλιάσει ένα αναμμένο κάρβουνο! 

 

40. χλοΐζω = πρασινίζω από βλάστηση

Μια βροχούλα έριξε και χλόισε όλος ο τόπος!

 

Ευχαριστώ πολύ τον Λάμπα για την πολύ καλή συνεργασία.

Κλείνω το άρθρο με μιαν αναφορά όλων των προηγούμενων άρθρων του ιστολογίου με ανάλογο περιεχόμενο, δηλ. με λέξεις από έναν τόπο -λεξιλογικές περιηγήσεις που είπα στην αρχή. Σε χρονολογική σειρά, λοιπόν:

Παλιές λιμνιώτικες λέξεις και φράσεις, 3/2012

Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό (συνεργασία του Αρκεσινέα), 4/2012

Λέξεις από το Ρουμλούκι, 5/2012

Από τον αγκίνιο στο κούσουλο, και άλλες αμοργιανές λέξεις (συνεργασία του Αρκεσινέα), 5/2012

Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο (συνεργασία του Αρκεσινέα), 3/2013

Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα (το βιβλίο του Βασίλη Ορφανού), 11/2014

Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται κι αλλού, 1/2015

Τα παράξενα κρητικά επιρρήματα, 2/2015

Η θερμιώτικη ντοπιολαλιά (μια συνεργασία του Δημήτρη Μαρτίνου), 7/2017

Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι), 8/2017

30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο (μια συνεργασία του Αλέξη), 10/2017

Πλωμαρίτικα (μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού), 10/2017

Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017

40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά), 10/2017

Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα), 11/2017

21 πατινιώτικες λέξεις (μια συνεργασία του Raf), 5/2018

Λέξεις του Τυρνάβου από το Μαράν Αθά του Θωμά Ψύρρα, 9/2018

Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα (μια συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 2/2019

20 λέξεις της Κυπριακής, 07/2019

Το γλωσσικό ιδίωμα της Αίγινας (συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 12/2019

Δυο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν… (συνεργασία του Γιάννη Ρέντζου για τα βόρεια ιδιώματα), 10/2020

Γαλαξιδιώτικες λέξεις και μια ιστορία (μια συνεργασία του gpointofview), 1/2021

Η Λευκάδα και το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις (μια συνεργασία του Βασίλη Φίλιππα), 4/2021

Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού), 10/2021

Λέξεις από τον Κάλαμο, 11/2022

Λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από τον Ιω. Καρτάνο (Μια συνεργασία του Spiridione), 11/2022

45 λέξεις από τη Γορτυνία (μια συνεργασία του Λάμπα), 11/2022

Μανιάτικες λέξεις (μια συνεργασία του Δημήτρη Ραπτάκη), 12/2022

Ο καταλογος περιλαμβάνει αφενός άρθρα που έχω γράψει εγώ, συνήθως αντλώντας υλικό από κάποιο βιβλίο, και αφετέρου δικές σας συνεργασίες, που οι περισσότερες ήταν δική σας πρωτοβουλία, αν και κάποιες αποτέλεσαν απάντηση σε κάποιο άρθρο του ιστολογίου ή βιβλίο δικό μου.

Βλέπουμε ότι τα νησιά υπεραντιπροσωπεύονται στον κατάλογο, αν και κάθε άλλο παρά τα έχουμε εξαντλήσει -δεν έχουμε τίποτε από Κεφαλονιά, ας πούμε, ούτε από Χίο (ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα) ενώ βέβαια απουσιάζουν και πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι Σέρρες ας πούμε ή η Θράκη. Η Κρήτη και η Κύπρος, επίσης, δεν εξαντλούνται με τα άρθρα που έχουν ήδη δημοσιευτεί.

Πολύ θα χαρώ, αν ο κατάλογος σάς παρακινήσει να γράψετε κι εσείς για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας σας!

92 Σχόλια to “Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία (μια ακόμα συνεργασία του Λάμπα)”

  1. μαιρη φραγκακη said

    τι σημαινει χαρδαβελα? μας ενδιαφερει ως επιθετο

  2. Λεύκιππος said

    Πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση. Μου έφερε στο μυαλό τα πέντε χρόνια που πέρασα στην περιοχή. Καλημέρα.

  3. Α. Σέρτης said

    Ο «άταρος» στο Ιστορικό Λεξικό:

    Click to access 141415.pdf

  4. xar said

    άλυσος:
    Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν ήβρα. (Το γιοφύρι της Άρτας). Τη φράση «έχει κόψει τον άλυσο» δεν την έχω ξανακούσει, μπορεί να είναι ιδωματική της Γορτυνίας.

  5. ΓΤ said

    «[…] αν ο κατάλογος σάς παρακινήσει […]».

    φοβερός ο τόνος στο «σάς»…

  6. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    1 Ελπίζω να μας το πει ο Λάμπας

    3 Α μπράβο

  7. Α. Σέρτης said

    Η «τσούγδω» κοινολεκτούμενη -και στο «Δίχως θεό» του Τερζάκη, για παράδειγμα

  8. Ξενοφών Τζαβάρας said

    Στην Ίμβρο επίσης ‘αρλιέμι’ (φωνάζω, ουρλιάζω, κλαίω, θρηνώ), προφανώς ομόρριζο με το ‘αγουριέμαι’ & ‘αρουλιέμαι’

  9. xar said

    Τώρα που ξανακοίταξα το #4, συνειδητοποίησα ότι το τίποτα απαντάται σε αρκετές διαφορετικές ιδιωματικές εκδοχές: τίποτας, τίποτες, τίποτις, αλλά και το μη ιδιωματικό τίποτε.
    Ίσως αξίζει να εξεταστεί κατά πόσο οι εκδοχές αυτές είναι τοπικές και οφείλονται σε συστηματικές αλλαγές των φωνηέντων, αν οφείλονται σε επίδραση άλλων τύπων, ή αν έχουν να κάνουν με παραλλαγές μη τονισμένων ήχων (κάτι σαν το schwa).

  10. sarant said

    7 Κοινολεκτούμενη; Όταν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη ο Γιαννόπουλος, από τις αντιδράσεις φάνηκε πως οι περισσότεροι δεν την ήξεραν

  11. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  12. Ωραία. Με το αγουριέμαι που είδα πρώτο (γουρλιέμαι, στα δικά μας Βόρεια Ιδιώματα) νόμισα πως θα έχουμε πολλές ομοιότητες, αλλά όχι.

  13. ΣΠ said

    Καλημέρα.

    Έχω ακούσει την μπούχλα (=ντουμάνι), αλλά το αντίστοιχο ρήμα το έχω ακούσει ως μπουχλίζω.

  14. Κιγκέρι said

    Αυτό το αγουριέμαι, δεν μοιάζει σαν να είναι παραφθορά του ωρύομαι;

  15. Κιγκέρι said

    Κατά τα άλλα, το έχει κόψει τον άλυσο το κατάλαβα όπως το παρεμφερές έχει κόψει καπίστρι, τον αρούκατο τον ήξερα από την τηλεοπτική Μουρμούρα, την τσούγδω απ’ τον Γιαννόπουλο, τα θερίος (ή μάλλον θεριός), μολογάω, μπουμπουλώνομαι τα λέμε κι εμείς, τα υπόλοιπα δεν τα ήξερα.

  16. Καλημέρα
    Πρώτα να σχολιάσω την εικόνα: έχει τις διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου. Κάποιες τις αναγνωρίζω και ξέρω πώς τις λένε (Γορτυνία, Αιγιαλεία, Καλάβρυτα, Τριφυλία, Τσακωνιά κλπ τα γράφω ανακατεμένα) άλλες όχι. Θα μ’ άρεσε να τις μάθαινα όλες.

    Από τις λέξεις, τα σχόλια σταδιακά.
    Στο Άργος λένε «αυτός έχει κόψει» χωρίς να διευκρινίζουν τι. Κι αν θέλουν να το επιτείνουν, λένε «έχει πάρει και τη ζαβέτα». Ξεκινάει από τα ζώα τα δεμένα σ’ ένα παλούκι (τη ζαβέτα) στο χωράφι. Που κάποια στιγμή τρελαίνονται (π.χ. από μύγα ή από μυρωδιά) κι αρχίζουν να τρέχουν πέρα δώθε. Μέχρι που κόβουν το σχοινί ή την αλυσίδα που είναι δεμένα (κι αν δεν καταφέρουν να το κόψουν, βγάζουν το παλούκι και το σέρνουν μαζί τους).

    Αποσπερού. Σε μας υπάρχει η λέξη αλλά με διαφορετική σημασία: το προηγούμενο βράδυ. Να χαζιρευτείς αποσπερού, να μην έχεις το πρωί (άντε, καλά, να ετοιμαστείς, το χαζιρεύομαι έχει χαθεί πια).

    1 (6) Εμ, μας τις ρίχνει, αλλά δεν τις ξηγάει (έστω και με απλή αναφορά). Γράμματα χασάπη! Σπάσ’ τα και ξαναρίχ’ τα. Τι σημαίνουν η χανάκα κι η χαρδαβέλα (κι ας έχουν χαθεί)

  17. 9. Τίπουτας το έλεγε ο αείμνηστος Κώστας Χατζηχρήστος στον ρόλο του βλάχου.

  18. Τελικά, τι είναι η χαρδαβέλα;

  19. Άταρος. Γνωστό

    Λωβός -> Λουβός Ο λεπρός (και Λουβοχώρι ή Λούβα το μέρος που έμεναν οι λεπροί)

    Διάλειμμα ολίγων ωρών

  20. xar said

    Πανιστολογικό αίτημα η λύση του αινίγματος της χαρδαβέλας.

  21. nikiplos said

    Σαν λαιμαριά μου κάνει η χαρδαβέλα, που έζευαν τα βόδια/ζώα.

  22. nikiplos said

    λογικά από την χαρδαβέλα και τα επώνυμα Χαρδαβέλας (ή Χαρδαβέλλας όπως επιμένει να το γράφει ο Δημοσιογράφος) και Χαρδούβελης.

  23. Α. Σέρτης said

    χαρδαβέλα / κρίκος στο πελατζόνι του αλετριού | η χαρδαβέλα [Αλποχώρι].
    https://www.lithoksou.net/2022/11/dialektika%20tis%20Peloponnsou.html

  24. Η χαρδαβέλα είναι σωβρακοφανέλα εξωγήινου. Ψάχνω στο ΥΤ το σχετικό επεισόδιο από τις Πύλες του Ανεξήγητου που παρουσίαζε ο σωβρακοφαν….εεεεε ο Χαρδαβ και θα το αναρτήσω να ξεστραβωθείτε, χριστιανούληδες μπολσεβίκοι.

  25. Παναγιώτης K. said

    Μια ερώτηση: Στο τρίτο πληθυντικό των ρημάτων π.χ αντί του «γνωρίζονται» λένε «γνωριζόσαντε» (παρεμπ.με -ε ή με -αι η κατάληξη;) μόνο στην Πελοπόννησο παρατηρείται;
    (Θυμήθηκα τον Τζιμάκο να λέει «πηδιώσαντε» καθώς την αντίστοιχη συνώνυμη…)

  26. spyridos said

    Καλημέρα

    @0
    » όταν με ακούν να λέω στάει και όχι στάζει»
    Ετσι το έλεγε κι η γιαγιά μου.

    Στις λέξεις.
    Τα κλαρί, λωβός, μολογάω, την πετσώνω, τα έχω ακούσει με αυτές ή παρεμφερείς σημασίες νοτιότερα στην Πελοπόννησο. Το νόνα επίσης γνωστό.
    Οι άλλες μου είναι άγνωστες, ή τις ξέρω με διαφορετική σημασία.

  27. ΓιώργοςΜ said

    26 το οποίο στάζει κάθε φορά μου θυμίζει ένα συμβάν στην (άρτι πρώην) Ανατολική Γερμανία, όταν είπα σ’ ένα φίλο που περπατούσαμε μαζί «πρόσεχε, στάζει», κι ένας ντόπιος έκανε σχεδόν μεταβολή… 😛

  28. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Ωραίος ο Λάμπας. Τρεις λέξεις τις λέμε και στον τόπο καταγωγής μου τον ορεινό Βάλτο Αιτν/ίας (Θερίος,μολογάω,κλαρί/κλαρίζω) ίσως και μερικές ακόμη να λέγονταν παλιότερα.

  29. ΓΤ said

    Πέθανε ο Γιάννης Παναγούλιας.

  30. 9/40 ήξερα, δεν πιάνω τη βάση.

  31. Παναγιώτης K. said

    Η σημασία μερικών λέξεων παρ΄ημίν (Β.Δυτική Πίνδος).

    Γουριέμαι (χωρίς το α στην αρχή): Κλαίω σπαραχτικά. Το ουσιαστικό είναι το γουριαχτό.

    Ο άλ(υ)σος: Η αλυσίδα που χρησιμοποιόταν για να κλειδώνουμε μια πόρτα.

    Βελέγκα.Παρ΄ημίν «κοσί» και το ρήμα, κοσεύω.

    Ζιούγκα αντί ζιόγκι.

    μουστρίζω-μουστρίζουμαι. Χρησιμοποιείται και σε μας.

    Ομοίως χρησιμοποιούνται οι λέξεις: Θερίος, την πετσώνω, μολογάω.
    Πέτσωμα είναι η τεχνική διεργασία όπου χρησιμοποιούνται σανίδια (πέταβρα) επάνω στα οποία θα στηριχτούν οι πλάκες (σχιστόλιθος) ή λαμαρίνα (κυματοειδής) ή κεραμίδια. Πρόκειται για μια ξύλινη στέγη, πριν την τελική στέγη!

    Κουπώνω: Μου κούπωσε:Μου καρφώθηκε στο μυαλό, μου έγινε έμμονη ιδέα.

    Μπουλώνω-μπουλώνομαι αντί του μπουμπουλώνομαι.

    Λαμπατσιάρης. Παρ΄ημίν, γκλατζιόφτης.

    Με ένα -κ πριν το – έχουμε τον κλαμπατσιάρη.
    (Κλαμπάτσα ή χλαμπάτσα είναι ασθένεια των ζώων).
    Μτφ. κλαμπατσιάρης λέγεται αυτός που εμφανίζει σωματική ή ψυχική κατάπτωση.

    Λώβα: Χολέρα ( Χρησιμοποιείται ως ύβρις. (Παραπλήσια με την λέξη μαγάρα)).

  32. GeorgeY said

    28. νόνα Προφανώς από το Ιταλικό nonna που σημαίνει γιαγιά.

  33. Καλημέρα

    Λίγες λέξεις γνωστές, άλλες κατανοητές κι άλλες όχι. Ευχαριστούμε για την συλλογή των λέξεων και τον Νικοκύρη για την δημοσίευση.

    Το πάει κλαρί του στα μέρη μου το λέμε πάει καλιά του !

  34. Α. Σέρτης said

    29
    Κι ο Γιώργος Βαρελογιάννης, επίσης
    Είναι λόγος να χαλάς το νήμα;

  35. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>άταρος
    3 από το λινκ, α+ταρός
    Ταρός (ο), σ΄εμάς, ο δυνατός αέρας
    «Που να τον πάρει ο ταρός»-κατάρα ή
    «Τονε πήρε ο ταρός» , εξαφανίστηκε πχ https://www.efsyn.gr/kosmos/eyropi/393036_ektos-psifodeltion-tis-nd-o-pneymatikos-meta-ton-salo

  36. Παναγιώτης Κ. said

    Και το σύνηθες…τεστ «γνωστές λέξεις/σύνολο λέξεων»: 11/40

  37. 35

  38. ΓΤ said

    Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2022
    https://www.lifo.gr/now/entertainment/aponemithikan-ta-kratika-brabeia-logotehnias-2022

  39. Σωτήρς said

    Κάποια τα λέμε πολύ κι εμείς στη Φωκίδα.
    Έχει κόψει τον άλυσο, αρούκατος, κλαρί (γενικά), υποκόντριος (πάντα γελάμε με τη γιαγιά μου που ακόμη έτσι το λέει).

  40. ΣΠ said

    16
    Ο χάρτης δείχνει την διαίρεση σε επαρχίες όπως ήταν μέχρι το 1999. Εδώ ο κατάλογος:
    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82#%CE%A0%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CF%82_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%95%CF%80%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%8E%CE%BD_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82_%CE%AD%CF%89%CF%82_%CF%84%CE%BF_1999

  41. Και κόβω καπίστρι λέμε.

  42. Επανήλθα (και τελειώνω, άλλο δεν έχω)
    μερμελάει μιρμιδά (αλλά και σε άλλα πρόσωπα) αναταράζεται (έγινε το νερό; ε, έπιασε και μιρμιδά).

  43. William T. Riker said

    Παιδιά, μια απορία. Εντάξει, η φράση «κόβω τον άλυσο», αλλά ο άλυσος γιατί να ανήκει σε τοπικά ιδιώματα; Λέξη της αρχαίας είναι, απαράλλακτη και με την ίδια σημασία, πανελληνίως κατανοητή, αν όχι γνωστή.
    Επίσης, στην Ήπειρο το λώβα και περί γυναικός λεγόμενον.

  44. Κώστας Πιτσώνης said

    Ο σκηνοθέτης είναι Σκορσέζε, όχι Σκορτσέζε. Ο Τζιμάκος έλεγε και το γλειφόσαντε. Το λιμνιώτικεςσε ποιες λίμνες αναφέρονται; Μήπως ενννοείς λημνιώτικες, νικοκύρη;

  45. Kostas Pitsonis said

    Ο σκηνοθέτης είναι Σκορσέζε, όχι Σκορτσέζε. Ο Τζιμάκος έλεγε και το γλειφόσαντε. Το λιμνιώτικεςσε ποιες λίμνες αναφέρονται; Μήπως ενννοείς λημνιώτικες, νικοκύρη;

  46. Καταλιακού, εγώ το λέω καταηλιού και το χρησιμοποιώ πολύ τα καλοκαίρια που δεν κάθομαι ποτέ έτσι και παλιά δεν συμφωνούσα ποτέ να στήσουμε σκηνή καταηλιού. Δεν τον πάω τον απευθείας ήλιο, ούτε τη ζέστη.
    Τώρα για το λεξιλόγιο, μάλλον αρκετές τις καταλαβαίνω, κάποιες είναι πιο διαδεδομένες. Όπως η νόνα, που στο μικρασιάτικο σόι μου έτσι λέγαν τη γιαγιά μας τα εγγόνια της, όσα την πρόλαβαν.

    Όσα για τα λεξιλογικά του τόπου μου (Χαλκίδα) μόνο το μπέκα και μπεκάτε είμαι σίγουρη πως μόνο εδώ το χρησιμοποιούμε, αντί για μπες και μπείτε. Διαφορετικά μάλλον ελληνικά της κοινής μιλάμε.

  47. ΣΠ said

    44
    Λίμνη Ευβοίας

  48. @ 43

    Ναι, λέγαμε στη χημεία η ανθρακική άλυσος, αλλά ο άλυσος δεν ανήκει στο ενεργητικό μας νεοελληνικό λεξιλόγιο.

  49. Costas X said

    Στα γρήγορα, από τη δουλειά :
    «Νόνα» η γιαγιά και στα Ιόνια νησιά, το «περικοπά» και στη Ζάκυνθο.
    «Άταρο» και «αρούκατο» με λέει ένας φίλος, αλλά δεν έχει σχέση με Πελοπόννησο !

  50. spyridos said

    44
    «Ο σκηνοθέτης είναι Σκορσέζε, όχι Σκορτσέζε.»

    Εγώ το ακούω σαν Σκορσέσζι από τα αμερικάνικα. Γιαυτό μέχρι να βρείτε το τέλειο θα τον λέω Σκορτσέζε.
    Και το Λάντον θα το λέω Λονδίνο.

  51. 46 Έμπα στα δικά μας (το μπες – μπέκα, το δεύτερο το έμαθα στα Γιάννενα).

    Μαρία, σήμερα μπήκα στο παλιό το δικό μου. Εκεί είχες μια ερώτηση στο τέλος που δεν απαντήθηκε τότε. Ε, την απάντησα σήμερα! Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

  52. 40 Ναι, έτσι φαίνεται, αν και κάτι μου πάει στραβά, αλλά μπορεί να μην βλέπουν καλά τα μάτια μου (κάπου κει στην Ηλεία με την Ολυμπία και την Τριφυλία).

  53. Λάμπας said

    Ευχαριστώ για τα σχόλια και, φυσικά, το Νικοκύρη για τη φιλοξενία!

    Η χανάκα ήταν το στολισμένο με χάντρες, κουδουνάκια κ.λπ. περιλαίμιο του αλόγου.
    Η χαρδαβέλα, στη Γορτυνία τουλάχιστον, ήταν ένας χαλκάς που περνούσαν στη μύτη του γουρουνιού, για να μη σκάβει.

    25. Οι τύποι σε -σαντε (καθόσαντε, αγαπιόσαντε κ.τ.λ.) είναι τύποι του παρατατικού (κάθονταν, αγαπιούνταν κ.τ.λ.)

  54. aerosol said

    Πάλι μας μεταΛαμπάδευσες λεξιλόγιο!
    Γνωρίζω, και έχω ακούσει εκτός Γορτυνίας, τα: αρούκατος, άταρος, θερίος, νόνα, μεινεμένος, τσούγδω (που μου φαίνεται πολύ πετυχημένο), και το μπουμπουλώνομαι ως μπαμπουλώνομαι.

  55. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μπράβο Λάμπα. Διασώζεις λέξεις.

    Και τώρα με τα λογοτεχνικά βραβεία, που ήμουν βέβαιη ότι θα το έπαιρνε ή θα το μοιραζόταν, ο Σ. Δημητρίου, εκεί να δεις ντοπιολαλιά, κι όχι μόνο λέξεις, ολόκληρες σκηνές ζωής στο ιδίωμα με τις πνοές τους ανάμεσα να νιώθονται. Τα χαλάει από τον αντισυριζισμό-συγκεκριμένα και ρητά- που αφήνει, δίχως να χρειάζεται, να φανεί. Η μπάμπω του έχει άποψη και ειρωνία για τον Τσίπρα! (όσοι αντισύριζα προσέλθετε – η αξία του πάντως είναι το υπόλοιπο, μέχρι και τα 2/3 αν θυμάμαι-τώρα είμαι μακριά από το βιβλίο).

    54 Αυτά θα έλεγα κι εγώ ως ακουστά κι αλλού συν τον ντουφεκαλεύρη (ίσως γνωστό μου από την Αρκαδία).

    >>χ(α)ραμπουλιάζω (δεν το ήξερα)
    κάπως θυμίζει (και είναι) το γραπώνω

  56. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ξέχασα, το (όμορφο, πολλά δηλωτικό)
    χλοΐζω = πρασινίζω από βλάστηση
    το συναντάμε (χλοϊσμένα τα βουνά) στο βιβλίο «Ουρανός απ΄άλλους τόπους» του Σωτ. Δημητρίου που βραβεύτηκε (ΓΤ σχ. 38), στο βοριοηπειρώτικο ιδίωμα.

  57. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>αποσπερού (επίρρημα) = απόψε
    Αποσπέρα(ς) » = από το προηγούμενο βράδυ (στην αφήγηση για παρελθόντα ή μέλλοντα). Στο παρόν,για σήμερα, λέμε απόψε.Αποσπερίζω, συμμετέχω στο βραδινό κουβεντολόι

  58. sarant said

    28 Καλό!

    44 –> 47 Από τη Λήμνο αν ήταν, θα λέγαμε Λημνιές μάλλον

    53 Και έτσι ικανοποιήθηκε το πανιστολογικό αίτημα!

  59. Το «μολόγησα» το έλεγε κι ο θείος μου (Αχαΐα) για κουραστική (μαρτυρική) εμπειρία:
    Μολόγησα σήμερα στ’ αμπέλι, πολλή ζέστη.

  60. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    59, εμαρτύρησα σήμερο στ’ αμπέλι ή εμαρτύρησα στον ήλιο να «φορτώσω» (ανασκάψω) τ΄αμπέλι, θα λέγαμε μεις, έτσι απλά, για καθημερινό βαρύ κάματο.

  61. Κιγκέρι said

    Άλτσους (ο), η αλυσίδα θεσσαλιστί και έχω άλτσου = δυσκολεύομαι.

  62. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα!
    Ωραίο κι αυτό το ανοιχτό παράθυρο σε ηλιόφωτες λέξεις και μπράβο στον Λάμπα
    Πιθανές ετυμολογήσεις:
    ● αρούκατος<βλαχ. αρούκου=ρίχνω<aruc <λατ, eruncο (ex- +‎ runcō)=ξεχορταριάζω ( http://vlahoi.net/dictionary/terms , https://en.wiktionary.org/wiki/aruc ),
    ● μουστρίζομαι(<μόστρα<ιταλ. mostra=επίδειξη ),
    ● κουντίνα (<contina<contineo<con- +‎ teneō -“κρατώ”), άρα: η (βαριά)αρρώστια(που κράτησε πολύ)/ μακρόχρονη νοσηλεία, πρβλ. https://en.wiktionary.org/wiki/contina , βλ.και ʺιδιωματικό γλωσσάρι του χωριού Σέρβου Γορτυνίαςʺ του Θ. Κ. Τρουπή )
    ● κουτραμπάνης (<κοντραμπάντο < ιταλ. Contrabbando), άρα: ‘κοντραμπαντζής’ (υπό την επίδραση, ίσως και της “κούτρας”) με σημασία ‘τυχοδιώκτης’.
    ● Τη “χαρδαβέλα”(εξ ης, μάλλον, και το η-μέιλ Χαρδούβελη), με τη σημασία “ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει” τη βρίσκουμε και εδώ https://www.academia.edu/35564149/%CE%95%CF%84%CF%85%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CF%84%CF%8E%CE%BD_%CE%B5%CF%80%CF%89%CE%BD%CF%8D%CE%BC%CF%89%CE%BD .
    [Ο ήχος και η σημασία της λέξης μοιάζουν να οδηγούν σε φράγκικη καταγωγή (: https://en.wiktionary.org/wiki/harda, γαλλ. harder « βάζω λουρί(σε κυνηγόσκυλα κλπ)», η οποία συνδυαζόμενη και με κάποιο vela<vēlum, θα μπορούσε τελικά να νοηθεί και ως “χαλκάς που κόβει τη φόρα στη μουσούδα κάποιου”, βλ. και σχ, 21]

  63. Αιμ said

    11/40 τα δύο ως μπΑμπουλώνομαι κ μπΙχλα.
    Ωραίο πόνημα Εύγε κ στόν Λάμπα κ στον Νίκο

  64. Λάμπας said

    62. Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Παπαθανασίου!

  65. ΣΠ said

    63
    Μπίχλα και μπούχλα είναι διαφορετικές λέξεις. Μπίχλα είναι η βρομιά, ενώ μπούχλα είναι το ντουμάνι καπνού.

  66. Theo said

    Ευχαριστώ τον Λάμπα.

    Στο κουίζ πιάνω 11/40.

    Και νομίζω πως τα μπαμπουλώνομαι (με α), νόνα και υποκόντριος (με χ όμως) είναι σχεδόν πανελλήνια.

    Λωβός, ο λεπρός στη μεσαιωνική μορφή της γλώσσας μας (ο Κριαράς παραπέμπει και στους Ο΄)

    Τέλος το μολογάω (κι αυτό για πανελλήνιο μοιάζει) μου θύμισε ένα άπαιχτο ρεφρέν του Άκη Πάνου:
    Μολόγα τα, μολόγα τα
    τα φράγκα μοιρολόγα τα
    Τι γίνανε, μολόγα τα
    χορτάρι για τ’ αλόγατα

  67. sarant said

    62 Ωραίο λινκ αυτό με τα επώνυμα

    66 Άπαιχτο και, για να θυμόμαστε και το Ψυλλολόι, προπαροξύτονο.

  68. (Τι χτήνος ρε πστ), μπράβο κι ευχαριστώ στον Λάμπα δεν είπα. Τα λέω λοιπόν τώρα αμφότερα.

  69. Είναι ενδιαφέρον πως το «αρούκατος» επιχωριάζει στον πελοποννησιακό χώρο ενώ, ως βλάχικο, θα το περιμέναμε στην Πίνδο.

  70. Georgios Bartzoudis said

    (α) Μόνο μια Μακεδονική λέξη βρήκα στα σημερινά Γορτυνιακά: «21. μισοκούντελος = αδιάθετος, κακόκεφος, ζαλισμένος, αυτός που αρχίζει να εκδηλώνει τα συμπτώματα μιας αρρώστιας ή δεν έχει αναρρώσει πλήρως απ’ αυτήν. /Συνήλθε από τη νάρκωση; /Ακόμα μισοκούντελος είναι».
    # Λέμε: Ήπιε πολύ και τώρα δεν μπορεί να περπατήσει. Κουντλάει, από δω κι από κει!
    (β) «32. την πετσώνω = χορταίνω καλά, την ταρατσώνω. Ήρθε, έφαγε τον περίδρομο και, αφού την πέτσωσε καλά καλά, μας είπε ότι δεν του άρεσε το φαΐ»!
    # Ας πω ότι είναι «νεομακεδονικό» το ρήμα πετσώνω: Την πέτσωσε=την @@@μησε! Για πρώτη φορά είχα ακούσει τη λέξη από μια Πόντια γριά εν Θεσσαλονίκη (στη συνοικία της Αγίας Φωτεινής, όσοι την πρόλαβαν!). Επίσης, «αυτή είναι κωλοπετσωμένη», με την έννοια που έχει στο άσμα «είμαι γω γυναίκα φίνα, ντελμπεντέρισα, που τους άνδρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρησα»! Επίσης, για νεαρούς: «αυτός τα παίζει το πετσάκι του»!
    (γ) Βγήκε στο κλαρί= βγήκε στο αντάρτικο. Αλλά «την έβγαλε στο κλαρί»= την εκδίδει

  71. evamaten said

    Έχω εντυπωσιαστεί από τον πλούτο των λέξεων. Από τις οποίες, μάλιστα, πολλές δεν αποδίδονται μονολεκτικά. Μπράβο, Λάμπα, κι ευχαριστούμε που μας τις γνώρισες! Πολύ γούστο έχει αυτός ο «υποκόντριος» (και πώς θα ήθελα ν’ ακούσω κι εγώ τη γιαγιά να το λέει- προσπαθώ να φανταστώ συμφραζόμενα🙂). Τη χανάκα τη βρήκα και στο λευκαδίτικο ιδίωμα, να σημαίνει περιδέραιο, αλλά και τις «δίπλες» (έτσι τις λέμε εμείς) που έχουν τα μωρά στα μπουτάκια τους!
    https://lexikolefkadas.gr/chanaka-i/
    Και πόσα άρθρα, Νικοκύρη, πολύ ωραία (μακάρι να προλάβαινα να τα δω όλα τώρα) Πλούτος (λέω ξανά)!

  72. Alexis said

    Πολύ καλή δουλειά, συγχαρητήρια στον Λάμπα!
    Από τις λέξεις γνωρίζω τα:
    -αγουριέμαι. Το έλεγε ο πατέρας μου, εξ ορεινής Ηλείας ορμώμενος («αγουριέται σα λύκος»)
    -την πετσώνω, λωβός, άλυσος. Ομοίως.
    -κλαρί, νόνα, θερίος, μολογάω. Λέγονται και ευρύτερα. Τα έχω ακούσει και σε Ήπειρο, Ξηρόμερο, Λευκάδα.
    Στο Ξηρόμερο υπάρχει και η ωραία έκφραση «θα πάει μολόημα» (=θα μείνει στην ιστορία, θα ‘χουν να το λένε)

  73. ΓΤ said

    Μοναχού Λάμπα του Αξιοτάτου, «Συναγωγή λέξεων της Περιφερείας υπό ταπεινών της εργασίας ανθρώπων πλασθεισών από της Επαναστάσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», Προλεγόμενα Ν.Δ. Σαραντάκου, Αθήνα 2023.

  74. Πέπε said

    Μπράβο κι από μένα Λάμπα. Πολύ καλή παρουσίαση, απλή, ζωντανή, παραστατική.

    43
    > Παιδιά, μια απορία. Εντάξει, η φράση «κόβω τον άλυσο», αλλά ο άλυσος γιατί να ανήκει σε τοπικά ιδιώματα;

    Κατά τη γνώμη μου, συμπεριλαμβάνεται απλώς επειδή είναι απαραίτητη για να παρουσιαστεί η φράση «κόβω τον άλυσο», κι όχι γιατί ο ίδιος ο άλυσος θεωρείται καμιά σπάνια ιδιαιτερότητα του ιδιώματος.

    Παρά ταύτα, όσο κι αν ο άλυσος δε διαφέρει ιδιαίτερα από την άλυσο και από την πανελλήνια αλυσίδα, όσο κι αν είναι εύκολα κατανοητός στον κάθε Έλληνα, το γεγονός ότι στη Γορτυνία η λέξη λέγεται ακριβώς έτσι, «ο άλυσος», κι όχι σε οποιαδήποτε παραπλήσια μορφή, πρέπει να καταγραφεί. Αν δε σ’ το πουν, δεν το μαντεύεις.

  75. sarant said

    71 Μακάρι να έχουμε κι άλλες συνεργασίες με ντοπιολαλιές (ξέρω ότι θα έχουμε τουλάχιστον μία ακόμα, πιθανότατα δύο, στο άμεσο μέλλον)

    73 Καλό!

  76. Πέπε said

    74 συμπλ.:
    Μην πω ότι ακόμα κι αν σε κάποιο άλλο ιδίωμα η αλυσίδα λέγεται «αλυσίδα», κι αυτό αξίζει να καταγραφεί. Είναι βέβαια κοινή πανελλήνια λέξη, αλλά πώς μπορεί να ξέρει κάποιος ποιες λέξεις είναι κοινές μεταξύ ΚΝΕ και ιδιώματος, αν δεν του το πουν;

    Στα λεξικά ιδιωμάτων μπορεί να επιδιώκεται η καταγραφή του συνόλου του λεξιλογίου που χρησιμοποιούν οι ομιλητές, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η βασική προϋπόθεση είναι ο σκοπός σύνταξης του λεξικού: αν απευθύνεται σε όποιον θέλει να πληροφορηθεί για το ιδίωμα, τότε τα πάντα μέσα, και το «και», και το «καλημέρα». Αν απευθύνεται σε όποιον ενδιαφέρεται για την παθητική κατανόηση ιδιωμτικών κειμένων (προφ./γρ.), δηλαδή να μάθει τι σημαίνουν οι άγνωστες / ασυνήθιστες λέξεις, τότε θα πρέπει να περιλαμβάνεται οτιδήποτε δεν ανήκει στην ΚΝΕ. Μόνο στην ΚΝΕ: αν υπάρχει και σ’ άλλα ιδιώματα, αυτό δεν είναι λόγος εξαίρεσης (πού να ξέρω εγώ ποιες λέξεις είναι μόνο γορτυνιακές, ώστε να τις κοιτάξω στο υποθετικό γορτυνιακό λεξικό, και ποιες κοινές με τα τριφυλλιακά ώστε να τις κοιτάξω στο υποθετικό τριφυλλιακό λεξικό; Και απ’ όσες λέγονται σε δύο ή περισσότερα μέρη, ποια καταγράφεται σε κάθε λεξικό; …Προφανώς αυτό το σκεπτικό είναι αδιέξοδο: πρέπει να καταγράφονται ούτως ή άλλως!)

    Τώρα βέβαια, άλλο λεξικό κι άλλο ένα δειγματοληπτικό γλωσσάρι 40 λέξεων. Απλώς πήρα αφορμή για σκέψεις…

  77. Λάμπας said

    74. «Κατά τη γνώμη μου, συμπεριλαμβάνεται απλώς επειδή είναι απαραίτητη για να παρουσιαστεί η φράση «κόβω τον άλυσο», κι όχι γιατί ο ίδιος ο άλυσος θεωρείται καμιά σπάνια ιδιαιτερότητα του ιδιώματος.»

    Σωστή παρατήρηση. Ο «άλυσος» και ο «λάμπαδος» επιλέχτηκαν και για έναν ακόμη λόγο: για να καταδειχθεί η ανυπαρξία θηλυκών σε -ος στη λαϊκή γλώσσα. Δύο τριτόκλιτα θηλυκά που -τρέχα γύρευε γιατί- εξελίχθηκαν σε δευτερόκλιτα, έπρεπε όμως υποχρεωτικά να αλλάξουν γένος. Για να μείνουν θηλυκά, έπρεπε να γίνουν πρωτόκλιτα (η αλυσίδα, η λαμπάδα).

  78. Μαρία said

    Ενδιαφέρων ο λωβός. Ο λεπρός εξελίχτηκε σε σκάρτο.

  79. Αιμ said

    65. Κι όμως στα μέρη μας τα τζάκια βγάζουν μπίχλα

  80. sarant said

    76 Πρακτικά, η λύση είναι να βάζεις ό,τι διαφέρει από την κοινή -έστω και τόσο λίγο όσο η άλυσος.

    77β Σωστό αυτό για τα θηλυκά σε -ος

  81. Λάμπας said

    Ευχαριστώ και πάλι για τα σχόλια και τα καλά λόγια! Βάζω εδώ το βίντεο μιας συνέντευξης που παραχώρησε ο Αντρέα Καμιλλέρι στον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Στο 46:00 ο Κ. λέει κάτι ενδιαφέρον για τη διάλεκτο, ως γλώσσα των συναισθημάτων.

  82. Alexis said

    #76: Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν «στεγανά» μεταξύ των διαφόρων ιδιωμάτων, γι’ αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι ακριβές να μιλάμε για «γορτυνιακό ιδίωμα» αλλά για «λέξεις που λέγονται στη Γορτυνία».
    Εννοείται ότι πολλές από αυτές τις λέξεις λέγονται και αλλού στην Πελοπόννησο, ενώ αρκετές λέγονται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, τοπικά ή και λιγότερο τοπικά.
    Από τις λέξεις της λίστας του Λάμπα π.χ., τα «θερίος», «νόνα», «μολογάω» είναι υπερτοπικές, λέγονται σίγουρα και σε άλλες περιοχές (πλην Πελοποννήσου εννοώ).

  83. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

    81 Είχε κρατηθεί, λόγω του βίντεο

    82 Υπερτοπικές λέξεις είναι πράγματι πολλές. Κάποιες δεν ανήκουν στην κοινή, άλλες ανήκουν (αλλά με χαρακτηρισμό: λαϊκή λέξη) Αξίζει κάποτε μελέτη.

  84. Nestanaios said

    74. «το γεγονός ότι στη Γορτυνία η λέξη λέγεται ακριβώς έτσι, «ο άλυσος»».

    Όχι σε όλη τη Γορτυνία. Ίσως σε κάποια γειτονιά κάποιου χωριού, ίσως.
    Ούτε από όλους τους Γορτύνιους, σε Αρκαδία και Κρήτη. Γνωρίζω πολλούς, πίστεψέ με.

    77. «Δύο τριτόκλιτα θηλυκά που -τρέχα γύρευε γιατί- εξελίχθηκαν σε δευτερόκλιτα, έπρεπε όμως υποχρεωτικά να αλλάξουν γένος. Για να μείνουν θηλυκά, έπρεπε να γίνουν πρωτόκλιτα (η αλυσίδα, η λαμπάδα).»

    Πρωτόκλιτα έγιναν σε όλη την Ελλάδα και στη Γορτυνία εκτός ορισμένων περιπτώσεων που αυτή την στιγμή ενδεχομένως να μην υπάρχουν. Αυτά τα τριτόκλιτα εξελίχθηκαν σε πρωτόκλιτα για τον ίδιο λόγο που ο « Ίππος» από τριτόκλιτο έγινε δευτερόκλιτο και έχασε την ετυμολογία του και δεν ξέρουμε από που προκύπτει το δεύτερο «π» το οποίο δε θα αργήσει να καταργηθεί.

  85. loukretia50 said

    Είναι δώρο αυτά τα άρθρα, πιστεύω πως αξίζει η προσπάθεια να μη χαθούν οι λέξεις που χρωμάτισαν την εικόνα μιας εποχής – όχι τόσο μακρινής, σε κάθε μικρή πατρίδα, αγαπημένη και ξεχωριστή.
    Και είναι χαρά να ανακαλύπτεις την ιστορία που κρύβουν, συνυφασμένη με κοινά βιώματα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπως εκφράζεται στο ιδιαίτερο ηχόχρωμα κάθε περιοχής.

    – Παν’ τα δυναμάρια μ’… Λαμπάδιασα να φορτώνω καταηλιού… ξεράθ’κε κι ο δέντρος…
    Συνήθιζε να λέει ένας λεβέντης παππούς, ένα θερίο, «ντιλίνι μέχρι κει πάνω» (=μάλλον ντελίνι), όταν δε μπορούσε πια να βοηθήσει στις αγροτικές δουλειές.
    – Απόκαμα, μαρτύρ’σα σήμερα… ήτανε μερί κι έγινε φόρτωμα… έλεγε για το σακατεμένο πόδι του.
    – Ας είναι, απόσωσε το καντήλι μ’, βαστιέμ’ ορθός όσο πορεύομαι…
    – Μολογάτε ρε παιδιά, τι κάθεστε σαούρα?
    – Κουκιά σπέρνω, κουκιά μολογάω! απαντούσε πάντα κάποιο πιτσιρίκι.

    Γλυκόπικρο νοσταλγικό ταξίδι σε παιδικές αναμνήσεις είναι για μένα αυτές οι λέξεις, αφορμή για να ζωντανεύουν πρόσωπα και εικόνες που είχα ξεχάσει. Μια άλλη ζωή, τώρα ξένη , αλλά κομμάτι μου.
    Δε ζούσα σε χωριό, αλλά όταν ήμουν παιδί πήγαινα συχνά και χρωστάω πολλά σε αγαπημένους ανθρώπους που δούλευαν στα καπνοχώραφα.
    Και πάντα απολάμβανα τις ιστορίες τους, ειδικά όταν πολλές οικογένειες μαζί αρμάθιαζαν τα καπνά.

    Κι η ντοπιολαλιά είχε για μένα μια παράξενη γοητεία. Ίσως γιατί την είχα συνδέσει με καλωσυνάτους ανθρώπους, απλούς κι ανεπιτήδευτους που θάθελα να ήταν οι παππούδες που δε γνώρισα .
    Ένας ξεχωριστός κώδικας που μάθαινα με ενθουσιασμό για να τον μοιράζομαι μαζί τους.

    Δεν καταλάβαινα τότε πόσο σκληρή ήταν η ζωή τους, κρατούσα μόνο τη ζεστασιά και την άγνωστη για μένα αίσθηση της συντροφικότητας.
    Και μ΄έμαθαν ότι η αληθινή επικοινωνία έχει μια αμεσότητα που δε χρειάζεται κανόνες.
    Καμιά παράξενη λέξη ή έκφραση δεν ήταν αταίριαστη, ήταν όμορφη κι αβίαστη η γλώσσα τους κι ένοιωθα ότι είναι λάθος να πιστεύω ότι εγώ μιλάω «σωστά».
    Αγάπησα αυτή τη γλώσσα κι έμαθα να εκτιμώ κάθε τι αυθεντικό και ν΄αναζητώ ανθρώπους που μαζί τους μπορώ να είμαι κι εγώ αληθινή κι αυθόρμητη, άσχετα αν, ακόμα και τότε, δεν ήξερα πώς.

    Ευχαριστώ πολύ Λάμπα και Νικοκύρη!
    Θα χαιρόμουν τη συνέχεια!

  86. Και στον «Μενούση» το «μολογάς»:

    «Πού την είδες, πού την ξέρεις και τη (το) μολογάς»

    Όπου το ερώτημα πιθανόν για την προέλευση του (αδήλωτου) ονόματος της εν λόγω
    («κι ετυμολογάς»)
    μη αποκλειστικώς διαμενούσης
    εν οίκω Μενούση.

  87. Πέπε said

    86
    -Όμορφη γυναίκα που ‘χεις, βρε Μενούσαγα,
    απ’ το ευ κι απ’ τη μορφή ‘ναι, μ’ ετεροίωση.
    -Πού την είδες, πού την ξέρεις κι ετυμολογάς;
    -Στον Ανδριώτη και στον Μπάμπη και στα λεξικά.

  88. dryhammer said

    Με την …προσήκουσα καθυστέρηση να σημειώσω:
    1.αγουριέμαι, στα χιώτικα γουριέμαι με την ίδια σημασία

    2.άλυσος (ο), χιαστί [η] άλυσος με την ίδια σημασία αλλά αντί του «έχει κόψει τον άλυσο» σ]λέμε «έχει κόψει καπίστρι»

    3.αποσπερού το ίδιο και στα χιώτικα [στρατιωτικό μέτρημα υπολοίπου θητείας: εφτά κι αποσπερού]

    4.αρούκατος εδώ έχουμε δυο λέξεις
    ο απρόσεκτος και βίαιος στις κινήσεις του, αδέξιος λέγεται ανάφραντος
    ενώ ο παρορμητικός, επιπόλαιος, άξεστος, αγενής λέγεται απλάκωτος

    20. λωβός με την ίδια σημασία

    38. υποκόντριος σ’ εμάς ο υποχόνδριος με προφορά

    # 53. Τη χανάκα τη λέμε πατρεμά [τα] (εκ του πετερημά του κομποσκοινιού)

    #59,60 εκρίθηκα σήμερα στ’ αμπέλι

  89. Nestanaios said

    88. «Έχει κόψει καπίστρι» λέμε και στην Αρκαδία.

  90. sarant said

    88 Εκρίθηκα, ωραίο!

  91. Spiridione said

    43. Και μια διόρθωση, ο άλυσος δεν είναι λέξη απαράλλακτη αρχαία, η αρχαία ήταν άλυσις, άλυσος είναι μσν.

    κάθικα, (από τα κατ’ οίκον) και στο Χρονικόν του Μορέως
    https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BA%CE%AC%CE%B8%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD&dq=
    Μπράβο Λάμπα για την ωραία παρουσίαση.

  92. Κουρασμένος said

    Καλησπέρα, θα κάτσω να διαβάσω τα σχόλια όλων αργότερα αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον άρθρο! Ο παππούς μου ήταν από τη Γορτυνία, από ένα χωριό που το λέγανε Τοπόρ(ι)στα (τσεκούρι;;) αλλά τώρα το βγάλανε Θεόκτιστο.

    Υπήρχε η λαϊκή ετυμολογια που έλεγε ότι το Τοπόρ(ι)στα βγαίνει από το «τόπος άριστος», αλλά αμφιβάλλω ότι ισχύει, άλλωστε η Αρκαδία είναι γεμάτη από σλαβικά τοπωνύμια όπως είμαι σίγουρος πως γνωρίζετε.

    Το «μπαμπουλώνομαι» λοιπόν το ήξερα και από τον παππού αλλά και τη γιαγιά (καταγωγή ορεινή Ηλεία), καθώς και το «τσούγδω».

    Θυμάμαι επίσης και αλλη μια λέξη την οποία χρησιμοποιούσε ο μακαρίτης για να αναφερθεί στα μπόλ. Τα ‘λεγε «μουρχουτούλες» που θυμίζει την κρητική μουρχούτα την οποία βρίσκουμε και στο λεξικό Κριαρά:

    μουχρούτα η· μουρχούτα: Μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό: ορδινιασμένες σε μια μουρχούτα … καμπόσες μακαρούνες (Φορτουν. Ά 86).

    [<ουσ. μουχρούτιν + κατάλ. ‑α. Ο τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

    όταν τον είχα ρωτήσει τι σημαίνει η λέξη μου είπε ότι ήταν κάποιου είδους λεκάνη όπου βάζανε φαΐ για τα ζώα.

    Ακόμη κάτι που θυμάμαι από τότε που 'χα πάει σε κείνα τα μέρη είναι ότι οι ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού για να ρωτήσουν κάποιον τι κάνει έλεγαν «τι κάνεις μάτι μ';».

Σχολιάστε