Μια και σήμερα έχουμε 21η Απριλίου επαναλαμβάνω ένα αφήγημα του αγαπημένου μου Γιώργου Ιωάννου, που το είχα δημοσιεύσει εδώ πριν από 11 χρόνια. Όμως, στο τέλος παίρνω αφορμή από τον Ιωάννου, που κάνει λόγο για το φύλλο της Μακεδονίας της 21ης Απριλίου, που το αγόρασε πριν πάρει χαμπάρι ότι έχει γίνει πραξικόπημα (το συγκεκριμένο φύλλο υπάρχει ονλάιν) και προσθέτω ένα ντοκουμέντο στο τέλος, ένα άλλο πρωτοσέλιδο της ίδιας ημερομηνίας, που καταρρίπτει έναν επίμονο μύθο.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑΜΕΛΗΣ
Στις 21 Απριλίου 1967 το πρωί στη Θεσσαλονίκη ήταν ήλιος και ωραίος καιρός. Όμως δεν ξέραμε ακόμα τι μας γινότανε, ώστε να ψάλλουμε τον παλιό μας ύμνο «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;». Κι έτσι αποδίδαμε τον καλό καιρό στην εποχή του και στο ότι – άλλη λογική αυτή– σε εννιά μέρες ήτανε Πάσχα. Αυτή η μέρα, δηλαδή η Παρασκευή, κι ακόμα μία, το Σάββατο των Βαΐων, απόμνεισκε για τα σχολεία. Μετά κλείνανε για τις διακοπές και για δεκαπέντε μέρες ησυχάζαμε.
Ντυνόμουν, σινιαριζόμουνα, με την ησυχία μου, δεν είχα μάθημα τις δύο πρώτες ώρες, μπορούσα να πάω λίγο αργότερα. Τώρα, καθώς ετοιμάζομαι το πρωί βάζω το τρανζιστοράκι, για ν’ ακούω τις ειδήσεις και να μαθαίνω τα νέα τραγούδια, να είμαι μέσα σ’ όλα, να μη μου διαφεύγει τίποτα. Είναι, βέβαια, και η ευχαρίστηση. Τότε δεν έβαζα – δεν βάζαμε, μάλλον – τίποτα. Θα πήγαινε πολύ να εξιστορούσα για ποιούς λόγους αντιδρούσαμε ακόμα στα τρανζιστοράκια, αλλά μπορώ με συντομία να πω γιατί μισούσαμε το ραδιόφωνο. Ήταν η εποχή των «αποστατών», που ακόμα και η σκέψη τους μας έφερνε αναγούλα. Δεν μπορούσαμε, λοιπόν, να βάζουμε το ραδιόφωνο, γιατί διόλου απίθανο να ακούγαμε ακόμα και τους ίδιους, που ήταν, ως γνωστό, λαλίστατοι. Άλλωστε, περιμέναμε σε δυο τρεις μέρες και τον Παπανδρέου και λέγαμε πως θα τους δίναμε ένα αλησμόνητο μάθημα.
Ανύποπτος, λοιπόν, ετοιμάστηκα. Κατέβηκα από ένα στενοσόκακο, βγαίνω στην Καμάρα. Βλέπω στην Εγνατία μια σειρά θωρακισμένα, από αυτά που έχουν ρόδες όχι ερπύστριες, σταματημένα από τη μεριά της Καμάρας. Οι φαντάροι απάνω, ξεσκέπαστοι και όρθιοι. Μερικοί τούς κοιτάζουν από απόσταση. Δεν κατάλαβα τίποτε. Προχωρώ για να περάσω απέναντι. Εκεί που είναι τα απομεινάρια από τα τείχη του Θεοδοσίου, ένα τανκ με λυμένες τις ερπύστριες, απλωμένες, και οι στρατιώτες δήθεν να τις επισκευάζουν μες στο δρόμο. Κόσμος αρκετός κοίταζε, χωρίς να βγάζει άχνα. «Τί χαζεύουν έτσι πρωινιάτικα;» συλλογίζομαι. Και ξαφνικά σαν να φωτίζομαι× «Αλλού αυτά, λέω. Αλλού οι προκλήσεις. Θέλετε να μας τρομάξετε για τη συγκέντρωση του Παπανδρέου και κάνετε πως χαλάσανε τα τανκς μέσα στους δρόμους, και στο Συντριβάνι μάλιστα, μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Σας καταλάβαμε!».
Δρασκελώ τις ερπύστριες, περνώ την Εγνατία, πάω στον πάγκο των εφημερίδων. Το «Βήμα», λέω. Με κοιτάει ο εφημεριδοπώλης σαν χαζός. «Δεν ήρθε ακόμη; γιατί άργησε;» ρωτώ. Ήταν η εποχή που οι αθηναϊκές εφημερίδες έρχονταν απ’ το πρωί στη Σαλονίκη. «Όχι, κύριε» μου λέει. Και σαν να παρατόνισε εκείνο το «κύριε». Τώρα, βέβαια, βρίσκω πως το τονισμένο αυτό «κύριε» σήμαινε «κοιμισμένε», «απληροφόρητε» ή και τίποτε χειρότερο, αλλά τότε πού να καταλάβω. «Έχουμε τη ‘Μακεδονία’, μου λέει, κύριε». Και πήρα. Η «Μακεδονία», ήταν εντάξει, τα είχε όλα. Λόγο του Ανδρέα σε προεκλογική μικροσυγκέντρωση της Αθήνας, δηλώσεις διαφόρων, λόγους αλλουνών, πού να καταλάβεις;
Ανύποπτος προχωρώ, διαβάζοντας τη «Μακεδονία». Κατεβαίνω την Εθνικής Αμύνης. Κοντά στον Λευκό Πύργο, έξω απ’ τα δικαστήρια, συναντώ ένα δικηγόρο γνωστό μου, δεξιό στα φρονήματα. «Να δεις προκλήσεις που κάνουνε, του λέω για να τον πικάρω, να σκάσεις στα γέλια. Θέλουν να σταθούν ώρα έξω από το Πανεπιστήμιο και δια να το δικαιολογήσουν, απλώσανε κάτω τις αλυσίδες από ένα τανκ, που δήθεν χάλασε». Αυτός με κοίταξε για λίγο και μετά× «Την κάνανε», μου λέει. «Ποιαν κάνανε;» του λέω. «Τη δικτατορία. Πιάσανε τους υπουργούς, τον Κανελλόπουλο, όλους». «Αμάν, μια καρέκλα, του λέω, λίγο νερό». Με πάει στο άθλιο καφενείο των δικαστηρίων. Υπήρχε σούσουρο, εδώ, και πολύ πηγαινέλα.
Λέω του γνωστού μου: «Δεν πάω εγώ στη δουλειά. Ο Ανδρέας είπε, αν γίνει κάτι τέτοιο, να φύγουμε από τις δουλειές και να κατεβούμε στους δρόμους. Θα πάω σπίτι ν’ αφήσω την τσάντα και θα κατεβώ στην πλατεία Αριστοτέλους». Εκεί θα γινόταν η συγκέντρωση του πατρός Παπανδρέου, εκεί φανταζόμουν ότι θα μαζευτεί ο κόσμος.
Πάω σπίτι για την τσάντα μου, αλλά και για να τους το πω. Μισοακούω από ένα καφενείο την ανακοίνωση για την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος. Στο τέλος, κατά την εντύπωσή μου, ο εκφωνητής είπε: «Ο πρόεδρος Ταμέλης». «Ποιος διάολος είναι αυτός ο Ταμέλης;» συλλογίζομαι. Φεύγω, πάω σπίτι, ξυπνώ τον αδερφό μου, που κοιμόταν μακαρίως. Μόλις είχε έρθει, για λίγες μέρες, από μια «Δημοκρατία» της Αφρικής. «Πες αλεύρι», του λέω. «Αλεύρι» μουρμουρίζει αυτός. «Ο πρόεδρος Ταμέλης σε γυρεύει». «Τί θα πει Ταμέλης;» μου κάνει. «Ταμέλης θα πει Ταμέλης, του λέω. Ξέρω εγώ ποιος διάβολος είναι αυτός πάλι;». Και του εξιστορώ όσα ήξερα περί Ταμέλη και των κατορθωμάτων του. «Λες να μου πάρουν το διαβατήριο;» μου λέει. «Ας βάλουμε το ραδιόφωνο», του λέω.