Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Στρατός’ Category

Τότε που ο λοχίας βρήκε γκόμενα (φανταρίστικο διήγημα)

Posted by sarant στο 3 Μαρτίου, 2024

Φανταρίστικο μεν, δικό μου δε, από τη συλλογή διηγημάτων «Μετά την αποψίλωση», που είχε εκδοθεί από τη Σύγχρονη Εποχή επί Χαριλάου Τρικούπη. Σπάνια βάζω δικά  μου διηγήματα στο ιστολόγιο, αλλά σήμερα θα κάνω εξαίρεση. Φταίει όμως και ο φίλος μας ο Γιάννης Μαλλιαρός, που τις προάλλες με μάλωσε επειδή στη σελίδα ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ υπήρχαν λινκ προς τον παλιό μου ιστότοπο, ο οποίος, από τις αρχές Φεβρουαρίου, δεν λειτουργεί. 

Δεν  ξέρω αν και πότε (και σε ποια, νέα ηλεδιεύθυνση) θα είναι πάλι διαθέσιμο όλο αυτό το υλικό που είχα στον παλιό μου ιστότοπο, αλλά προς το παρόν έφτιαξα μια καινούργια υπο-σελίδα, ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΑ, όπου μετέφερα, με κάποιες τροποποιήσεις, όσα είχε το λινκ που έπαψε να λειτουργεί. Κάνοντάς το αυτό, θυμήθηκα το παλιό μου βιβλίο «Μετά την αποψίλωση», όπου υπάρχει και το διήγημα που θα παρουσιάσω σήμερα. Έτσι κι αλλιώς, ήθελα σήμερα να βάλω κάτι εύθυμο. Οπότε, επιστρατεύω τον λοχία.

ΤΟΤΕ ΠΟΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ ΒΡΗΚΕ ΓΚΟΜΕΝΑ

Ο μόνιμος λοχίας Πέτρος Μπότσαρης, πέρα απ’ το επίθετο, δεν είχε τίποτα κοινό με τον παλιό τον ένδοξο συνώνυμό του και, μάλλον δεν ήταν η συνωνυμία που τον έκανε να πάει για καριέρα στρατιωτική -άσε που, μεταξύ μας, ίσως και να μην την είχε καν υπόψη του. Το σίγουρο είναι πως το δοξασμένο επώνυμό του άλλο δεν του ‘χε προσφέρει πέρα απ’ το παρατσούκλι «ο οπλαρχηγός«, εφήμερο κι αυτό· κι εφήμερο, όχι επειδή του τό ‘βγαλε γραφιάς και θεωρήθηκε απ’ τους φαντάρους διανοουμενίστικο, όχι, αλλά απλούστατα διότι ο μόνιμος λοχίας Πέτρος Μπότσαρης ήταν ό,τι έπρεπε, παραγγελία, για να ονοματιστεί με το κοινότατο και τετριμμένο στους στρατώνες -μα εδώ ολότελα δικαιολογημένο- παρατσούκλι «το ούφο«. Και πριν καιρός πολύς περάσει, όλοι έτσι τον φωνάζαν, και μ’ όλες τις παραλλαγές που διαθέτει η φαντάρικη η γλώσσα, και τούρμπο, κι εξωγήινο, και ούφο με κεραίες και όλα τ’ άλλα που άσπλαχνα λεν οι φαντάροι, και μάλιστα δίχως να νιάζονται αν τους ακούει ή όχι ο κύριος λοχίας. Ότι ήταν ούφο ο λοχίας, ήταν, ωστόσο, άμα το καλοσκεφτεί κανείς, άλλου είδους ήταν στην αρχή και αλλιώς εξελίχτηκε.
     Ψηλός, θεόψηλος, λιγνός, με μακριά κανιά και χέρια ασυμμάζευτα, να περπατάει και να κουνιώνται πέρα δώθε από δικού τους, ο λοχίας, μικρό κεφάλι, μέτωπο στενό, χείλια μεγάλα, αράπικα, στόμα συνέχεια να χάσκει σε μιαν έκφραση μόνιμης και για τα πάντα απορίας, δεν ήτανε της προκοπής σουλούπι, όσο και να πεις· γρήγορα τα φαντάρια του ταιριάξανε και τ’ άλλο το χιλιοειπωμένο αστείο, πως είναι λέει πολυκατοικία εφταόροφη που’ χει το ρετιρέ της ακατοίκητο.
     Μια φορά, στην αρχή, ήταν άκακος κι αθώος, παιδάκι πράμα άλλωστε, στα είκοσί του, χαμένος μες την ξένη πόλη, πρώτη φορά του σε μονάδα. Σαν ήρθε δω και τονε βρήκαν νέο οι άλλοι οι αξιωματικοί, τονε φορτώσανε τις πιο απεχθείς γραφειοκρατικές δουλειές: υπασπιστήρια, διαχειρίσεις, περιοδικές καταστάσεις, υπηρεσίες, τον πήξανε στο χαρτομάνι· έτσι απόχασε και κείνο το λιγοστό νιονιό που ίσως είχε· δεν λέω, τον πρώτο καιρό κάπως προσπάθαγε να συμμαζώξει όλα τ’ ασυμμάζευτα, να βάλει κάποια τάξη στων συρταριών και στου κρανίου του το χάος, μέχρι που ‘μενε μέσα και ξενύχταγε, ίδρωνε, ξίδρωνε πάνω απ’ τα χαρτιά με δέκα φραπεδάκια την ημέρα και ο καψιμιτζής ο Σάββας, ο παλιός, να τον χρεώνει στο τεφτέρι κι άλλα τόσα.
     Ένα μήνα άντεξε, ύστερα έσπασε και τα παράτησε. Πάλι καλά που υπήρχε ο δικηγόρος ο γραφέας που, το παιδί, έχοντας εξ επαγγέλματος μανία με την ευταξία («το ξέρω ρε σειρά πως είναι χαζομάρα μου να σκάω, μα δεν αντέχω να τα βλέπω έτσι κουβάρι«), του διεκπεραίωνε τα απολύτως απαραίτητα, τ’ άλλα τα καταχώνιαζε ο Πέτρος σ’ ένα συρτάρι που αν και ξέχειλο το ‘χε μόνιμα κλειδωμένο μην και το δει ο διοικητής, και που ο εν λόγω δικηγόρος το ‘χε βγάλει «κουτί της Πανδώρας«, μια και περιείχε χίλιες δυο παλιές αμαρτίες, έγγραφα που ‘πρεπε να ‘χουν απαντηθεί εδώ και μήνες, πάγιες διαταγές τάχα μου χρήσιμες, εγκύκλιες, καταστάσεις, διαβιβαστικά και ό,τι άλλο μυστηριακό, ελπίζοντας -ο Πέτρος ο λοχίας- ότι στη γενική διοικητική επιθεώρηση που ακόμα ήταν ενδεχόμενο του απώτερου μέλλοντος θα ‘λειπε μ’ άδεια («την αναρρωτική την έχω στο τσεπάκι«, κόμπαζε, γιατί από στομάχι δεν τα πήγαινε καλά) κι έτσι θα γλίτωνε τη Νέμεση. Ελπίδες, δηλαδή.
     Έπαψε λοιπόν να ασχολείται μ’ οτιδήποτε και άρχισε αργός να περιφέρεται· στ’ ανάμεσα τον είχαν όλοι πάρει είδηση και τονε δούλευαν ομόψυχα, φαντάροι, δεκανείς, λοχίες, δόκιμοι, ανθυπασπιστές, αξιωματικοί, πολίτες, ιδιοκτήτες μπαρ, θαμώνες μπαρ, φοιτήτριες, εργαζόμενες, οικοκυρές κι υπάλληλοι του ΟΤΕ. Ο Σάββας ο παλιός του χρέωνε τριπλάσιους καφέδες από όσους έπινε, ο Τουφεξής, ο ντόπιος, του ‘δινε ραντεβού στην πόλη «να πάνε για γυναίκες» και τον έστηνε επί δίωρο στην κεντρική πλατεία, ο λοχίας ο έφεδρος, παιδί από τα λίγα, του ‘λεγε «Ρε συ, πάλι καλά που έχουμε και σένα και γελάμε και ξεχνάμε το στρατό» – πράγμα που ο Πέτρος το ‘παιρνε για κομπλιμάν– κι ο αθεόφοβος ο Φραγκιαδάκης τον είχε πείσει πως η κλειτορίδα της γυναίκας βρίσκεται, λέει, πίσω απ’ τ’ αφτί.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Λογοτεχνία, Περιαυτομπλογκίες, Στρατός, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , | 136 Σχόλια »

Το δεκανίκι του δεκανέα

Posted by sarant στο 28 Δεκεμβρίου, 2023

Στον στρατό υπηρέτησα στο ένδοξο Σώμα Εφοδιασμού και Μεταφορών ως δεκανέας. Αφού περάσαμε τη  βασική και την ειδική εκπαίδευση, από ένα δίμηνο, συνεχίσαμε, στη Σπάρτη πάντα, στα ΛΥΒ (Λόχος Υποψηφίων Βαθμοφόρων  ή Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι). Αυτά με θητεία που διαρκούσε δυο χρόνια παρά κάτι, τώρα με τη 12μηνη ίσως οι διάρκειες να έχουν  συντομευτεί. Τέλος πάντων, από εκεί κάποιοι βγήκαν λοχίες και κάποιοι άλλοι δεκανείς. Πήρα τη σαρδέλα, το διακριτικό του βαθμού, και άφησα και μουστάκι για να επιβάλλομαι.

Στη μονάδα, κάποιες φορές, μου έλεγαν οι συνάδελφοι «α ρε δεκανίκι» -ή, μπορεί να  έλεγαν, ειρωνικά,  «ο δεκαεννέας». Για τον  λοχία λέγαμε  «ο λόχας». Από τότε είχα προσέξει την ηχητική ομοιότητα του δεκανέα με το δεκανίκι και αναρωτιόμουν, αλλά τότε ήταν το 1985, λεξικά δεν υπήρχαν πολλά και δεν είχαμε ετυμολογικό λεξικό στη  βιβλιοθήκη του τάγματος στην  Κομοτηνή.

Δεκανίκια δεν χρειάστηκε, δόξα τω Θεώ, να  χρησιμοποιήσω μέχρι τώρα,  ούτε όσο υπηρετούσα ούτε αργότερα. Η κόρη  μου παίζοντας βόλεϊ είχε πάθει διάστρεμμα και για ένα φεγγάρι τα χρειαζόταν, οπότε αγοράσαμε και έχουμε ένα ζευγάρι σαν της φωτογραφίας σε κάποιο πατάρι,  αχρείαστο να είναι. Αλλά αποδεικνύεται πως ετυμολογικώς είχε δίκιο ο στρτης Μπαρμπαλιάς που με προσφωνούσε «δεκανίκι», κι αυτό θα το δούμε στο σημερινό  άρθρο.

Ο  δεκανέας, δεκανεύς επισήμως,  είναι βαθμός υπαξιωματικού που θεσπίστηκε επί νεοελληνικού κράτους, ο κατώτερος βαθμός υπαξιωματικού. (Υπάρχει και ο υποδεκανέας, αλλά αυτός δεν είναι βαθμός, είναι τιμητικό αξίωμα που απονεμόταν  ή απονέμεται σε παλιούς φαντάρους και μόνο. Εξ ου και η εύθυμη στερεότυπη φράση «Θεός μπορείς να  γίνεις, υποδεκανέας δεν γίνεσαι», αφού πράγματι ένας αξιωματικός καριέρας δεν μπορεί να γίνει υποδεκανέας, εκτός αν καθαιρεθεί πρώτα!)

Η λέξη δεκανέας βασίστηκε πάνω στο ελληνιστικό «δεκανός» που ήταν ο δέκαρχος, ο επικεφαλής  δέκα ανδρών. (Αλλού,  δεκανός είναι αξιωματικός με αστυνομικά καθήκοντα). Το  λεξικό Μπαμπινιώτη παράγει το «δεκανός» από το «δέκα» και το επίθημα  -άνος, ενώ το ΛΚΝ θεωρεί ότι έχουμε δάνειο από το λατ. decanus και ότι το νεότερο «δεκανεύς» ήταν σφαλερή δημιουργία με προσθήκη του αρχ. επιθήματος -εύς για δημιουργία περισσότερο λόγιας εντύπωσης.

Το δεκανίκι, πάλι, είναι το μεσαιωνικό δεκανίκιον ή δεκανίκιν, που προέκυψε από φράσεις όπως δεκανική ράβδος, δεκανικόν ραβδίον, δεκανικόν σκήπτρον, δηλαδή το ραβδί που κρατούσε  ο δεκανός. Όπως συχνά συμβαίνει, το ουσιαστικό μαράθηκε κι έπεσε και το επίθετο έγινε ουσιαστικό (έτσι ο ποντικός μυς έγινε ποντικός και το νεαρόν ύδωρ νερό). Κι έται το δεκανικόν μετά υποκορίστηκε σε δεκανίκιον, σε δεκανίκιν και σε δεκανίκι. Ίσως η παλιότερη εμφάνιση της  λέξης να είναι στον βίο του Αγίου Νικολάου, που τοποθετείται μεταξύ του 7ου και του 11ου αιώνα, «το δε δεκανίκιον αυτού ως φλοξ πυρός».

Στα μεσαιωνικά κείμενα βρίσκουμε επίσης τους τύπους δικανίκι(ν) και δοκανίκι(ν), που δείχνουν πως είχε χαθεί η ετυμολογική διαφάνεια και η σύνδεση  με  τον αριθμό  «δέκα». Να σημειωθεί ότι, πέρα από τη σημασία που έχει και σήμερα, η λέξη στο Μεσαίωνα σήμαινε επίσης τη βακτηρία του αρχιερέα («διάφορα δεκανίκια εξ αργύρου» στον Κριαρά).

Αυτή είναι η πατερική ράβδος, όπου κι εδώ το ουσιαστικό έπεσε, κι έγινε «η πατερική» και με  τσιτακισμό έδωσε την  πατερίτσα. Σήμερα, η  πατερίτσα σαν πρώτη σημασία  είναι συνώνυμη με το δεκανίκι, αλλά διατηρεί και τη σημασία της ποιμαντορικής ράβδου των αρχιερέων.

Το δεκανίκι λοιπόν το χρησιμοποιούν άτομα με αναπηρία, προσωρινή ή όχι, που τους εμποδίζει να βαδίζουν. Όπως ήταν αναμενόμενο, έχει πάρει τη μεταφορική σημασία του στηρίγματος, της οποιασδήποτε βοήθειας που έρχεται να αναπληρώσει, όχι πάντα αποτελεσματικά, κάποιαν έλλειψη. Σχεδόν πάντα, η λέξη έχει αρνητικές συνυποδηλώσεις, π.χ. «Η  οικονομία μας στηρίζεται σε δεκανίκια» ή «Καιρός να γίνεις οικονομικά ανεξάρτητος και να πάψεις να στηρίζεσαι στα δεκανίκια της οικογένειάς σου». Υποδηλώνεται ότι η χρήση των δεκανικιών είναι πρόσκαιρη και ότι συχνά η χρήση τους μας εμποδίζει να απαλλαγούμε από αυτά.

Αυτή η σημασία υπάρχει και σε άλλες γλώσσες, πχ στα αγγλικά. Θυμάμαι τον Τέρενς Ριζ, τον πρωταθλητή του μπριτζ, να λέει ότι συνήθιζε στα γραφτά του να χρησιμοποιεί το κλισέ I’ll use the pitiful crutch, το αξιοθρήνητο δεκανίκι, που είναι στην αγγλική αργκό του μπριτζ χαρακτηρισμός της ερώτησης άσων 4ΧΑ του Μπλάκγουντ (διότι οι αληθινοί άντρες δεν ρωτάνε άσους, πάνε βουρ στο σλεμ, υποτίθεται) -μέχρι που χρειάστηκε να το χρησιμοποιήσει στην κυριολεξία.

Το δεκανίκι ως προσωνύμιο του δεκανέα δεν το βρίσκω στο slang.gr, όπου η μόνη αργκοτική χρήση της λέξης που καταγράφεται είναι για γερό ξυλοδαρμό (τρώω δεκανίκι = τρώω πολύ ξύλο). Ίσως να ήταν ευρεσιτεχνία της μονάδας όπου υπηρέτησα.

Ωστόσο, στην πολιτική συχνά ακούγεται μειωτικά ο όρος «δεκανίκι» για ένα  πολιτικό κόμμα που στηρίζει,  άμεσα ή έμμεσα, ένα  μεγαλύτερο. Τον  καιρό της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε  π.χ. γραφτεί ότι είναι πια «καμένο το δεκανίκι των ΑΝΕΛ για τον Τσίπρα» (και λογοπαίγνιο με το όνομα του Πάνου Καμμένου) ενώ προεκλογικά ο Κυριάκος Βελόπουλος είχε δηλώσει ότι «δεν θα γίνει δεκανίκι κανενός». Το ίδιο είχε πει και ο Νίκος Ανδρουλάκης για το ΠΑΣΟΚ.

Πριν από κανένα μήνα, σε αντιπαράθεση που είχαν στη Βουλή, η Θεοδώρα Τζάκρη  κατηγόρησε το ΚΚΕ  ότι «είναι δεκανίκι της Δεξιάς» και ο Θανάσης Παφίλης αντιγύρισε «δεκανίκι της κυβέρνησης είστε εσείς». Ο όρος «δεκανίκι της δεξιάς» δεν  υπονοεί βέβαια κοινοβουλευτική συνεργασία για συγκυβέρνηση όπως παραπάνω, αλλά έμμεση στήριξη «αντικειμενικά». Ακούγεται για το ΚΚΕ από την  εποχή του αυριανισμού -τότε βέβαια την κατηγορία την εκτόξευαν Πασόκοι.

Και τον καιρό της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Πασόκοι την εκτόξευαν, θα μπορούσε να πει κανείς -συχνά την περασμένη τετραετία διάφοροι νεοαυριανιστές συριζαίοι κατηγορούσαν το ΚΚΕ ότι μόνο επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ έκανε δυναμικές κινητοποιήσεις όπως τότε που είχε  μπει το ΠΑΜΕ στο γραφείο της Αχτσιόγλου, ενώ με τη ΝΔ έγινε «δεκανίκι του Κούλη» και κάνει μειλίχια αντιπολίτευση.

Πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ βλέπαμε το λάθος αυτής της λογικής, αλλά δεν είχαμε επιπλήξει αρκετά δυνατά τους συντρόφους μας (εγώ πάντως το είχα τονίσει κάμποσες φορές). Τώρα, με τη διάσπαση  του ΣΥΡΙΖΑ, ακούμε δέκα φορές τη μέρα ότι είμαστε κι εμείς «δεκανίκι της Δεξιάς».

Κι έτσι, σαράντα χρόνια μετά τον στρτη Μπαρμπαλιά, που με χαιρετούσε «γεια σου ρε δεκανίκι», τώρα έγινα κι εγώ δεκανίκι της δεξιάς κατά τη γνώμη των νεοαυριανιστών -λες και μία μόνο φωνή πρέπει να ακούγεται. Αλλά το κακό είναι πως, αν παρελπίδα βρεθεί στη δεύτερη θέση το ΠΑΣΟΚ, τότε η  κατηγορία του «δεκανικιού της δεξιάς» θα εκτοξευτεί ενάντια στον τρίτο, που δεν  συνθηκολογεί και δεν υποτάσσεται στον δεύτερο ώστε να απαλλαγούμε επιτέλους από την κυβέρνηση Μητσοτάκη -το λες και μπούμερανγκ.

 

 

Posted in Αργκό, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Πολιτική, Στρατός, μπριτζ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 110 Σχόλια »

Λοτζίστικς, μια καταραμένη λέξη

Posted by sarant στο 20 Νοεμβρίου, 2023

Μου είχε γράψει προ καιρού μια καλή φίλη: Όταν θα έχεις καιρό, γράψε κάτι γι’ αυτή  την  κατηραμένη  λέξη logistics, που δεν  έχει καμία σχέση  φυσικά με τους λογιστές!

Χτες είχα λίγο καιρό, οπότε είπα να το ξοφλήσω κι αυτό το χρέος.

Θα προσέξατε πως η φίλη το έγραψε με το λατινικό αλφάβητο, εγώ με το ελληνικό -διότι με ενδιαφέρει και  ο ξένος όρος αλλά και πώς θα τον πούμε στα ελληνικά -και στα ελληνικά συχνά συμβαίνει, επειδή δεν έχουμε αποφασίσει  πώς  να τον  λέμε, πολυ συχνά να χρησιμοποιούμε την  αγγλική λέξη, και είτε να τη γράφουμε logistics είτε  λοτζίστικς  (και όχι πάντως λοτζίστιξ!).

Διαβάζω σε μια σελίδα που συμβουλεύει πώς να φτιάξετε τον δικό σας λαχανόκηπο:

Ο όρος logistics (λοτζίστικς) δύσκολα μεταφράζεται στα Ελληνικά. Στον στρατό, χρησιμοποιούν τον όρο «Επιμελητεία». Στην ουσία, αφορά τον εφοδιασμό μίας επιχειρήσεως με τα απαραίτητα καθώς και την διακίνηση των παραγομένων αγαθών.

Όσοι γνωρίζετε λίγο από στρατιωτική ιστορία, μπορείτε να αναφέρετε πολλά παραδείγματα όπου αποτυχία στην επιμελητεία, οδήγησε σε σκληρή ήττα τον στρατό. Έτσι και μία επιχείρηση μπορεί να καταστραφεί από αμέλεια για τα logistics. Αντιθέτως, μία επιχείρηση με πολύ καλά οργανωμένα logistics, μπορεί να ανεχθεί αστοχίες στην παραγωγή.

Έχει δίκιο ότι  ο όρος logistics παρουσιάζει πρόβλημα  στη  μετάφρασή  του,  έχει και δεν έχει δίκιο ότι στο στρατό χρησιμοποιούν τον όρο  «επιμελητεία», χοντρικά στέκει ο ορισμός που δίνει, αν και άλλοι θα έδιναν κάπως διαφορετικό ορισμό.

Η αναφορά στον στρατό δεν είναι άστοχη. Ο όρος logistics γεννήθηκε ακριβώς από τον  στρατό. Στα αγγλικά, η λέξη logistics εμφανίστηκε το 1846 ως δάνειο από το γαλλικό logistique, έναν όρο που τον έπλασε (ή τουλάχιστον τον διέδωσε) ο Αντουάν-Ανρί Ζομινί (Antoine-Henri Jomini), αξιωματικός του στρατού και συγγραφέας. Στο έργο του o Ζομινί γράφει ρητά ότι ο όρος προέρχεται από το γαλλ. logis = κατάλυμα (Autrefois les officiers de l’état-major se nommaient: maréchal des logis, major-général des logis; de là est venu le terme de logistique, qu’on emploie pour désigner ce qui se rapporte aux marches d’une armée).

Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι εξαρχής η ετυμολογία αυτή θεωρήθηκε περίεργη, αφού στα γαλλικά λεξικά υπήρχε ήδη ο όρος logistique, ως συνώνυμο της άλγεβρας, με προέλευση δηλαδή  από το ελληνικό λογιστής, λογιστική. Στα  αρχαία ελληνικά, λογιστική τέχνη και σκέτο λογιστική ήταν αυτό που λέμε σήμερα «πρακτική αριθμητική», η τέχνη του να  κάνεις υπολογισμούς.

Πάντως, ο όρος εδραιώθηκε στη στρατιωτική ορολογία, και στις αρχές του 20ού αιώνα ο καταπληκτικός Αντώνιος Ηπίτης, που ήταν αξιωματικός του πυροβολικού,  στο μνημειώδες Γαλλοελληνικό λεξικό του γράφει τα εξής:

Logistique, ουσ. θηλ. Η λέξις αύτη δέον να  διακρίνηται εκ της  λογιστικής, ήτοι της εργασίας του λογιστού (contrôleur ή verificateur des comptes), είναι δε  η  καταλυτική ή πορευτική (εκ του loger καταλύω, σταματώ είς τι μέρος  όπως επ’ ολίγον  αναπαυθώ). Η καταλυτική παρέχει τους κανόνας, δι’ών δύνανται να κινήσωσι, διαθρέψωσι και αναπαύσωσιν εν εκστρατεία τα στρατεύματα υπό τας καλυτέρας συνθήκας της τε τάξεως και ασφαλείας.

Εδώ βέβαια ο Ηπίτης προτείνει τον όρο «καταλυτική», δεν καταγράφει όρο που ήδη  χρησιμοποιείται. Δεν έγινε δεκτή η πρότασή του, και σωστά αφού το επίθετο «καταλυτικός» άλλη σημασία είχε, αλλά ο ορισμός που δίνει είναι σωστός. Λοζιστίκ ήταν πώς θα μεταφέρεις τα στρατεύματα, πώς θα τα θρέψεις καθ’ οδόν και  πού θα τα στεγάσεις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Ορολογία, Στρατός | Με ετικέτα: , , , , , | 83 Σχόλια »

Αυτό που μας φέρνει δάκρυα στα μάτια, ξανά

Posted by sarant στο 30 Μαρτίου, 2023

Κι επειδή ακόμα δεν έχω επιστρέψει στη βάση μου, καταφεύγω στη λύση της αναδημοσίευσης για να μη σπάσει το σερί της καθημερινής ανάρτησης  άρθρου. Θα ξαναδημοσιεύσω ένα άρθρο από το… μποστάνι του ιστολογίου, που αρχικά είχε δημοσιευτεί πριν από 9 και κάτι χρόνια, με κάποιες προσθήκες και αλλαγές.

Δεν εννοώ βέβαια τη συγκινητική στιγμή μιας ταινίας ή ένα τραγούδι που το έχουμε συνδέσει με ωραίες στιγμές της ζωής μας, κυριολεκτώ, άλλωστε θα σας προϊδέασε η εικόνα. Το άρθρο, που δεν είναι το πρώτο που αφιερώνω στα φαγώσιμα, αφορά το κρεμμύδι -και το κρεμμύδι, το ξερό, πράγματι φέρνει δάκρυα σε όποιον το καθαρίζει και το κόβει.

Το κρεμμύδι φέρνει δάκρυα, επειδή περιέχει αιθέρια έλαια που όταν το ψιλοκόβεις απελευθερώνονται και ερεθίζουν τα μάτια. Στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, σε ένα σημείο όπου ο χορός των γερόντων κάνει κόντρα με τον χορό των γυναικών, ο γέροντας λέει: Βούλομαί σε γραυ κύσαι, παναπεί θέλω να σε φιλήσω, και απαντάει η γυναίκα: Κρομμύων τ’ άρ’ ου σε δει, παναπεί: άρα, δεν θα χρειαστείς κρεμμύδια -εννοώντας ότι θα τον δείρει τόσο που να κλάψει χωρίς να έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει κρεμμύδι για τούτο· ή, στη μετάφραση του Πολ. Δημητρακόπουλου, «Αλλ΄ανάγκη πια δε θάχεις από κρομμυδιού κομμάτια, να σου κλάψουνε τα μάτια».

Το κρεμμύδι βρίσκεται από πολύ παλιά στα μέρη μας -είναι από εκείνα τα λαχανικά που τα μνημονεύει ο Όμηρος -και μάλιστα στην Ιλιάδα, στη ραψωδία Λ, διαβάζουμε ότι πρόσφεραν κρεμμύδι σαν μεζέ για το κρασί (κρόμυον ποτῷ ὄψον), κάτι που σήμερα δεν νομίζω να συνηθίζεται, όσο κι αν το κρεμμύδι, μαζί με ψωμί, ελιές και τυρί ήταν συστατικό στοιχείο στο λαϊκό κολατσιό μέχρι πρόσφατα.

Σίγουρα πάντως οι αρχαίοι έτρωγαν πολύ κρεμμύδι, ιδίως στον στρατό. Στην Ειρήνη του Αριστοφάνη ο Τρυγαίος χαίρεται που δεν θα φοράει πια κράνος και δεν θα τρώει τυρί και κρεμμύδια (κράνους ἀπηλλαγμένος τυροῦ τε και κρομμύων).. Στο βιβλίο «Η γλώσσα της γεύσης» της Μ. Καβρουλάκη βρίσκω ότι ο Ηρόδοτος λέει ότι οι αθλητές έτρωγαν ένα κρεμμύδι το πρωί κι ένα το βράδυ -το κακό όμως είναι ότι δεν το βρίσκω πουθενά στον ίδιο τον Ηρόδοτο, οπότε η πληροφορία ίσως πρέπει να θεωρηθεί «απόφευγμα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Μποστάνι των λέξεων, Ποίηση, Στρατός, Συγκριτικά γλωσσικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 121 Σχόλια »

Αναμνήσεις από τη Μοίρα (του Μ. Καραγάτση)

Posted by sarant στο 5 Ιουνίου, 2022

Κοντά στην 25η Μαρτίου φέτος είχα παρουσιάσει στο ιστολόγιο ένα νεανικό διήγημα του Μ. Καραγάτση με θέμα σχετικό με το 1821. Με την ευκαιρία εκείνη ξαναδιάβασα τον τόμο της Εστίας με τα νεανικά διηγήματα του Καραγάτση και πρόσεξα ορισμένες αναμνήσεις, γραμμένες αργότερα, αλλά που αφορούσαν τα νιάτα του: φοιτητικά χρόνια και στρατιωτική θητεία. Αυτές τις αναμνήσεις θα τις δημοσιεύσω σταδιακά στο ιστολόγιο, γιατί τις βρίσκω πολύ συμπαθητικές.

Και επειδή υπηρέτησα στο ΣΕΜ (Σώμα Εφοδιασμού-Μεταφορών), διάλεξα να ξεκινήσω με ένα κείμενο του Καραγάτση σχετικό με τη δική του θητεία στον πρόγονο του ΣΕΜ, στη Μοίρα Αυτοκινήτων, γύρω στο 1929-30. Δυστυχώς δεν έχω τώρα πρόχειρο το βιβλίο, αλλά αν θυμάμαι καλά το κείμενο δημοσιεύτηκε το 1948 στην Επιθεώρηση του ΣΕΜ, δηλαδή σε επίσημο στρατιωτικό έντυπο.

Και βέβαια δεν ήταν μια συνηθισμένη και κανονική περίοδος το 1948, μέσα στον Εμφύλιο, ούτε είναι ουδέτερο το κείμενο του Καραγάτση, που εξιδανικεύει την κατάσταση που επικρατούσε, φτάνοντας στο σημείο να δηλώνει ότι ο στρατός (το 1948) ήταν «παράδεισος». Αλλά μου αρέσει ο τρόπος που περιγράφει τη ζωή στη Μοίρα στα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία, διορθώνοντας σιωπηλά μερικά λαθάκια. Δεν άλλαξα το «πολύ δουλειά», ούτε το «απιθεώρηση» που το θεώρησα σκόπιμο, ούτε το ορθογραφικό λογοπαιγνιο «μηναρέδες» που το έχω δει κι αλλού (έτσι έλεγαν τη μηνιαία φυλάκιση). Οι Τύλορες γκουγκλίζονται, είναι φορτηγά μάλλον μάρκας Tylor. Τα άλλα σας τα αφήνω σαν άσκηση.

Το ότι ο Καραγάτσης γράφει το 1948, σαράντα χρονών, λέγοντας ότι γέρασε, ας θεωρηθεί ποιητική υπερβολή.

Αναμνήσεις από τη Μοίρα

Στον καιρό μας, εδώ και είκοσι χρόνια, τα Σέμια ονομάζονταν ‘ Υπηρεσία Αυτοκινήτων, ή κοινώς «Αυ­τοκίνητα». Κι είχαν τη χάρη τους τ’ αυτοκίνητα του Ελληνικού Στρατού· μόνον οι προνομιούχοι κληρωτοί κατάφερναν να καταταχθούν στην περιζήτητη υπηρε­σία. Αρκεί να σας πω πως εγώ, ύστερα από ενδελεχή μελέτη της καταστάσεως, κατατάχτηκα εθελοντής με τετράμηνη πρόσθετη υπηρεσία — μόνο και μόνο για να υπηρετήσω στ’ αυτοκίνητα. Οι τέσσερις παραπανιστοί μήνες συμψηφίζονταν από άλλα και σπουδαία πλεονεκτήματα.

Και πρώτα, τα γυμνάσια ήσαν λιγοστά, σχεδόν ξεκούραστα, ύστερα άρχιζε η εκπαίδευσις αυτοκινήτου. Εκείνο τον καιρό, το αυτοκίνητο ήταν τροχοφόρο αρκετά σπάνιο, που προκαλούσε τη λαχτάρα κάθε νέου μερακλή. Μικρό πράμα το ’χεις να είσαι σοφεράκι, με τέσσερις ρόδες κάτωθέ σου και μια μηχανή στο χέρι; Αυτοκίνητο σου λέει ο άλλος. Τα κορίτσια το ’βλεπαν και λιγώνονταν. Τα σοφεράκια περιβάλλονταν από αί­γλη, γοητεία και μεγαλείο, πού τα έκαναν ασυναγώνιστα στο ωραίο φύλο. Δεν πρέπει όμως να λησμονάμε τ’ άλλα —και σοβαρά— πλεονεκτήματα του αυτοκινήτου στον πόλεμο εκείνου του καιρού. Όταν ο πεζικάριος ξεθεώνονταν στην πορεία, φορτωμένος όπλο, γυλιό, κουβέρτα, εξάρτυση, φυσίγγια, σακκίδιον, παγούρι κ.τλ. εσύ επεριδιάβαζες σαν τουρίστας πάνω στο αμαξάκι σου! Σήμερα η μηχανοκίνηση του στρατού άλλαξε δυστυχώς την κατάσταση. Αρκεί να σάς πω πως εκείνο τον καιρό σε κάθε Σώμα Στρατού των τριών Μεραρ­χιών, αναλογούσε μια Μοίρα αυτοκινήτων με δύναμι 30 φορτηγά αυτοκίνητα! Δηλαδή δέκα φορτηγά κατά Με­ραρχία. Περί επιβατικών, ούτε λόγος. Μόνον οι Διοικηταί Σωμάτων είχαν τέτοια πολυτέλεια. Οι Μέραρ­χοι πήγαιναν αλογατάδα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αυτοκίνηση, Αυτοκίνητα, Αναμνήσεις, Διηγήματα, Στρατός | Με ετικέτα: , , | 68 Σχόλια »

Ένας Συνάδελφος πριν από 100 χρόνια

Posted by sarant στο 18 Μαρτίου, 2022

Πριν από 100 χρόνια, τέτοια μέρα, δηλαδή την Παρασκευή 18 Μαρτίου 1922 (και τότε Παρασκευή έπεφτε) κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο μιας καθημερινής εφημερίδας, που τελικά αποδείχτηκε λιγοζώητη. Ήταν η εφημερίδα Συνάδελφος, που εκδόθηκε στη Σμύρνη, τότε υπό ελληνικό έλεγχο, και απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στον ελληνικό στρατό, όπως δήλωνε και στην προμετωπίδα της: Καθημερινή εφημερίς διά τον στρατόν.

Διευθυντής του Συνάδελφου ήταν ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Ηλίας Βουτιερίδης (1874-1941). Ο Βουτιερίδης, δημοτικιστής της συντροφιάς του Νουμά, πέρα από λογοτεχνικό έργο, έχει αφήσει δυο ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και αρκετές μεταφράσεις.

Το σώμα του Συνάδελφου που υπάρχει στη Βιβλιοθηκη της Βουλής και είναι και ψηφιοποιημένο και διαθέσιμο ονλάιν φτάνει έως το 126ο φύλλο που εκδόθηκε στις 14 Αυγούστου 1922 -τις ημέρες της κατάρρευσης του μετώπου, δηλαδή. Η εφημερίδα κυκλοφορούσε σε 4 σελίδες μεγάλου σχήματος.

Ιδού το επάνω μέρος της πρώτης σελίδας του πρώτου φύλλου:

Η πρώτη σελίδα της εφημερίδας είχε κύριο άρθρο, χρονογράφημα και αναδημοσιεύσεις «από τον ξένον τύπον» για ειρηνικά θέματα. Στη δεύτερη και στην τρίτη σελίδα ο αναγνώστης έβρισκε λογοτεχνική ύλη, γράμματα στρατιωτών από το μέτωπο, τη στήλη της αλληλογραφίας, ειδήσεις απ’ όλη την Ελλάδα, ειδήσεις από τη Σμύρνη και την επιφυλλίδα (μυθιστόρημα σε συνέχειες). Στην τέταρτη σελίδα («Τα τελευταία τηλεγραφήματα») υπήρχαν διεθνείς ειδήσεις, που αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα ελληνοτουρκικά και τις σχετικές διαπραγματεύσεις και επαφές καθώς και τη σχετική αρθρογραφία ευρωπαϊκών εφημερίδων. Σε μια γωνίτσα διάβαζε κανείς και «Το δελτίον της Στρατιάς» (στο πρώτο φύλλο: Συνήθης δράσις περιπόλων εκατέρωθεν).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εφημεριδογραφικά, Μικρά Ασία, Μικρασιατική καταστροφή, Πολεμικά, Στρατός, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 133 Σχόλια »

Πρώτο νούμερο το καλό (διήγημα του Άγγελου Αρόρα)

Posted by sarant στο 26 Σεπτεμβρίου, 2021

Το σημερινό διήγημα μού το έστειλε ο φίλος του ιστολογίου Άγγελος Αρόρα, που μας παρακολουθεί εδώ και 3-4 χρόνια και έχει σχολιάσει ελάχιστες φορές χρησιμοποιώντας ένα ψευδώνυμο αντλημένο από τον Μπόρχες. Είναι, όπως θα καταλάβατε μάλλον από τον τίτλο, διήγημα εμπνευσμένο από τα χρόνια του στρατού -στο τρίγωνο Καστελόριζο, Ρω, Στρογγύλη όπως λέει ο φίλος μας.

Μια και έχω κι εγώ γράψει διηγήματα για την εποχή που ήμουν φαντάρος, είχα έναν παραπάνω λόγο για να με ενδιαφέρει το διήγημα του Άγγελου. Το πρώτο νούμερο στη σκοπιά ήταν καλό και στα χρόνια μου.

Βέβαια, στη δική μου εποχή δεν υπήρχαν «επόπια» (δηλαδή ΕΠΟΠ, οι οπλίτες πενταετούς θητείας) -όσο για την έκφραση «φάγαμε μπιφτέκι» δεν την είχαμε μεν, αλλά τυχαίνει να την έχω μάθει. Λέγεται (ή λεγόταν, τέλος πάντων) για τον σκοπό που αργεί να έρθει ο επόμενος σκοπός, που θα τον αλλάξει.

Πρώτο νούμερο το καλό

Σ’ αυτό το μπουρδέλο δεν παλιώνεις ποτέ. Ποτέ. Δέκα ΕΣΣΟ να περάσουν κι ακόμη θα είσαι νέος. Στα μάτια τους ένα στραβάδι, κεφάλι γυμνό κουρεμένο κοντό, άσχημο, που θα εξέχουν τ’ αυτιά του και δεν θα χωρούν κάτω απ’ το τζόκεϊ. Δεν παλιώνεις ποτέ. Τα πόδια σου βγάζουν κάλους κι όλη η πατούσα έχει πάρει χρώμα λευκοκόκκινο απ’ το κάψιμο της αρβύλας. Κάθε βήμα σου κι ένα βάσανο. Όταν είσαι τυχερός δεν σε χτυπάνε στο γόνατο, όταν είσαι τυχερός φοράς ήδη τις κάλτσες και πηδάς από το κρεβάτι να τις βάλεις γρήγορα, να τις δέσεις καλά, μην βγεις συναγερμό τελευταίος και φάτε καμπάνα ή περιμετρικό. Η εξάρτυση κρέμεται στο δεξί σίδερο του κρεβατιού. Το κράνος σαν κατσαρόλα μεσαίου μεγέθους καπακώνει το μι-εβδομηνταένα. Και γρήγορες κινήσεις, ακούς, γρήγορες κινήσεις, κλειδιά στο χιτώνιο, όπλο και γραμμή έξω, παράταξη. Μηχανικές κινήσεις, όλα θα πάνε καλά, τις κάνεις μήνες τώρα. Το ποίημα το θυμάσαι. Προσοχή δυνατή. Στρατιώτης Πεζικού (όνομα), τυφεκιοφόρος, σε περίπτωση συναγερμού παραλαμβάνω…Θα το θυμηθείς, θα το πεις χωρίς να κομπλάρεις, δεν είσαι μαλάκας εσύ σαν τους άλλους να βγαίνουν αναφορά και να τραυλίζουν.

“Δυνατά με φωνή ακούτε; Το Σαββατοκύριακο ο Διοικητής έρχεται στο γραφείο του κανονικά κι ακούει, κι αν θέλετε να πάρετε καμιά άδεια, δυνατά, και σαββατοκύριακα γιατί η θέση του στρατοπέδου βλέπετε, δυνατά– μετά το εμβατήριο που είναι το αγαπημένο του”. Του κάθε της εχθρού ο σκληρός τιμωρός. Θα φανούν γενναία τα ηρωικά μας νιάτα και φέτος.

  Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Διηγήματα, Στρατός | Με ετικέτα: , , | 119 Σχόλια »

Κουραμπιέδες ή μελομακάρονα λοιπόν;

Posted by sarant στο 24 Δεκεμβρίου, 2020

Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα, επαναλαμβάνω ένα εορταστικό άρθρο που το δημοσιεύω στο ιστολόγιο σε τακτά χρονικά διαστήματα τέτοιες μέρες (τελευταία χρονιά το 2017). Ομολογώ πως επειδη φέτος η χρονιά είναι ιδιαίτερη, σκέφτηκα να καινοτομήσω στον τίτλο και να γράψω «κορονοκουραμπιέδες ή κορονομελομακάρονα;» αλλά δεν μου άρεσε να βλέπω το στίγμα της κορόνας δυο φορές, οπότε το διόρθωσα -κι ας χάνει η ΥΤΧ μας (υπερτρισχιλιετής, να ξέρετε) δυο λέξεις έτσι.

Επίσης, να θυμίσω ότι συνεχίζεται η ψηφοφορία για τη Λέξη της Χρονιάς. Αν δεν έχετε ψηφίσει, γιατί δεν το κάνετε τώρα και μετά να διαβάσετε απερίσπαστοι το άρθρο; Ψηφίζετε στην ειδική μας σελίδα.

Ένα από τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, πλάι στο Αθήνα ή Θεσσαλονίκη,  Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης, Βουγιουκλάκη ή Καρέζη, Μπητλς ή Ρόλινγκ Στόουνς, Πελέ ή Μαραντόνα, Βίσση ή Βανδή (έβαλα κι ένα νεότερο, αλλά κι αυτό έχει πια παλιώσει) είναι και το “κουραμπιέδες ή μελομακάρονα;”

Μάλιστα, ενώ κάποια από τα διλήμματα αυτά έχουν πια ξεθωριάσει και έχουν πάψει να αφορούν τις νεότερες γενιές, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα διατηρούν αμείωτη την οξύτητα του διλήμματος. Ομολογώ ότι η δική μου προτίμηση πηγαίνει πιο πολύ στα μελομακάρονα, ή φοινίκια που τα έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά μου η Αιγενήτισσα -από την άλλη, σε αντίθεση με άλλα διλήμματα εδώ γίνονται δεκτές και συναινετικές λύσεις, το συναμφότερον, και τα δυο τα τρώμε εξίσου.

Σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο, ο κουραμπιές και το μελομακάρονο είναι πολλά χρόνια μαζί μας -περισσότερα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για να κάνω μια παρένθεση, καθώς σκάλιζα κάτι παλιές εφημερίδες βρήκα πρόσφατα, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο μιας εφημερίδας του 1950 ένα άρθρο για το «ξένο έθιμο που απειλεί την Πάρνηθα», που «μεταφυτεύτηκε δυστυχώς και στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα» στις αρχές του αιώνα (του εικοστού) από τα μέλη των ξένων παροικιών που ζούσαν στην πρωτεύουσα.

Οι κουραμπιέδες μνημονεύονται πολύ συχνά σε χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μελομακάρονα κάπως σπανιότερα, αλλά η πρώτη ανεύρεση που βρήκα έχει αναφορά και στα δύο. Γράφοντας το 1885 για την Αθήνα, ο Καμπούρογλου αναφέρει: Η βασιλόπιττα, μετά των υπασπιστών της μελομακαρούνων και κουραμπιέδων… Να προσεχτεί ότι χρησιμοποιείται ο τύπος μελομακάρουνο, που ήταν ο επικρατέστερος ίσως και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά σήμερα έχει υποχωρήσει (όποιος τον χρησιμοποιεί και σήμερα, ας το δηλώσει).

Στο διήγημα του Εμμ. Ροΐδη “Ιστορία μιας γάτας”, ο συγγραφέας αναπολεί την παιδική του ηλικία και λέει ότι Όταν μ’ εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος. Αναφορά σε κουραμπιέδες υπάρχει και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η τύχη απ’ την Αμέρικα» (οι πεθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά και κουραμπιέδες…)

Ένα χρονογράφημα που βρήκα παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο που θρηνεί την κατάργηση του κουραμπιέ, δήθεν επειδή λερώνει, αλλά στην πραγματικότητα επειδή οι (τότε) νεότερες γενιές δεν μπορούν να τον φτιάξουν. Και δεν μπορούν διότι “Το βούτυρο της εποχής σας είναι νοθευμένο όπως η πολιτική σας, οι έρωτές σας, οι ιδέες σας, η ζωή σας. Η ζάχαρή σας είναι αστεία. Και η γυναίκα σας, η γυναίκα της εποχής σας … δεν είναι μέσα στην κουζίνα της. Είναι στο πιάνο και στην οδόν Ερμού”. Επίτηδες εκσυγχρόνισα την απλή καθαρεύουσα του κειμένου, γιατί, αν εξαιρέσουμε την αναφορά στο πιάνο, τέτοιες γεροντογκρίνιες θα μπορούσαμε να τις ακούσουμε και σήμερα, ή, έστω, στη δεκαετία του 1950, αλλά το χρονογράφημα που σας λέω είναι δημοσιευμένο το 1904 στο Σκριπ (το υπογράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου) και ο γέρος που παρουσιάζει θυμάται τους κουραμπιέδες της νεότητάς του, επί Όθωνα, και ανακηρύσσει τον κουραμπιέ σε σύμβολο “σπιτισμού, ελληνισμού, χριστιανισμού”. Πάντως, παρ’ όλα όσα λέει ο νοσταλγός του Όθωνα, οι κουραμπιέδες άντεξαν στο χρόνο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Στρατός, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , , , , | 252 Σχόλια »

Πιλάφι

Posted by sarant στο 10 Ιουνίου, 2020

Πριν από μερικές μέρες (ανα)δημοσιεύσαμε και συζητήσαμε εκτενώς ένα άρθρο ξένου ιστοτόπου για το εθνικό φαγητό της κάθε χώρας, φυσικά δίνοντας περισσότερο έμφαση στο αν πράγματι είναι εθνικό μας φαγητό στην Ελλάδα αυτό που αναφερόταν στο άρθρο (ο μουσακάς).

Από τα περίπου 200 φαγητά (ένα για κάθε χώρα) που έχει το άρθρο αυτό, αναφέραμε τα εθνικά πιάτα περίπου 20 χωρών. Σήμερα θα εστιάσω σε κάποια άλλα.

Το εθνικό φαγητό του Αζερμπαϊτζάν, σύμφωνα πάντοτε με το άρθρο, είναι το Plov. Eίναι ένα από τα (όχι πολλά) πιάτα που το ξέρω, εννοώ το έχω δοκιμάσει, μια και το έφτιαχνε ένας φίλος που είναι παιδί πολιτικών προσφύγων και γεννηθηκε και μεγάλωσε στην Τασκένδη. Η Τασκένδη βέβαια βρίσκεται στο Ουζμπεκιστάν, και στο άρθρο για εθνικό φαγητό του Ουζμπεκιστάν δίνεται μια σούπα με κρέας, shurpa, που πρέπει να είναι της ίδιας ρίζας με τον τσορβά, αλλά γειτονικές χώρες είναι όλες αυτές, δεν έχει σύνορα το φαγητό. Στη φωτογραφία, που είναι από τη Βικιπαίδεια, μαγειρεύουν πλοβ στο δρόμο, στην Τασκένδη.

Αν πάμε λίγο πιο πέρα, στο Αφγανιστάν, θα βρούμε ότι το εθνικό φαγητό είναι το Kabuli palaw, κι αυτό με βάση το ρύζι. Δεν κοίταξα ολες τις χώρες της περιοχής, ίσως να έβρισκα και άλλες παραλλαγές. Γενικά, στα εθνικά φαγητά του άρθρου τη σχετική, ίσως και την απόλυτη, πλειοψηφία την έχουν τα πιάτα με βάση το ρύζι, το οποίο το βρίσκει κανείς και στην Άπω αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, και στην Ινδία, και στην Αφρική, αλλά και στην Κεντρική και Νότια Αμερική.

Τι κοινό έχουν το ουζμπέκικο ή αζέρικο πλοβ με το αφγανικό παλάου; Όχι μόνο μοιάζουν στα συστατικά τους αλλά και ετυμολογικώς συνδέονται, ανήκουν στην ίδια οικογένεια λέξεων, μιαν οικογένεια όπου βρίσκεται και το δικό μας το πιλάφι. Το πιλάφι είναι ρύζι «που έχει βράσει σε νερό ή ζωμό, έχει στραγγιστεί ή έχει αφυδατωθεί από τα υγρά του και έχει ζεματιστεί με βούτυρο ή λάδι» (ο ορισμός από το ΜΗΛΝΕΓ). Δεν είναι λοιπόν πιλάφι κάθε ρύζι, αλλά τους μαγειρικούς ορισμούς τους αφήνω σε εκείνους που μαγειρεύουν. Πάντως, η αγγλική Βικιπαίδεια επισημαίνει ότι στο πιλάφι το ρύζι είναι σπυρωτό, δηλ. οι κόκκοι διακρίνονται σαφώς ο ένας από τον άλλον.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ισλάμ, Στρατός | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 248 Σχόλια »

Η Νίτσα, η μανιόλια και τα χόρτα της (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2020

Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι τον Νοέμβριο, και εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα. Στο σημερινό διήγημα η δράση εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1970, οπότε έτσι εξηγείται που η ηρωίδα επιμένει να απαντά «Νίτσα με λένε» -σήμερα, όλα αυτά τα γυναικεία υποκοριστικά, τα θεωρούμενα λαϊκά, όπως Λίτσα, Νίτσα, Ρούλα και τα λοιπά έχουν υποχωρήσει αισθητά.

Επίσης, επειδή λεξιλογούμε, να πω ότι το λουλούδι εγώ το ξέρω μανόλια, έστω κι αν το διεθνές του όνομα είναι magnolia (από τον βοτανολόγο Pierre Magnol). Αλλά, a rose by any other name…

Το όνομά της ήταν Νίτσα χωρίς να διευκρινισθεί η προέλευσή του. Το Ελένη και Ουρανία ήταν τα πιο πιθανά αλλά σε κάθε ερώτηση των νεαρών αξιωματικών η απάντηση ήταν κοφτή «Νίτσα με λένε».

Ηταν κάθε μέρα καθισμένη μπροστά στη γραφομηχανή της, μέσα στο άσπρο κεντητό πουκάμισό της, με τον κλασσικό κότσο στα μαλλιά και τον χρυσό σταυρό να κρέμεται στο στήθος της, που φυσικά «νικούσε κι όλα τα κακά σκορπούσε». Φούστα φαρδειά και μακριά, τσάντα μεγάλη κι ούτε κραγιόν από καλλυντικά. Υφος ψυχρό κι ενοχλημένο, βλέμμα απόμακρο αλλά με κάποιες σπιθίτσες αμφιβολίας για τους προσεκτικούς παρατηρητές. Η μιλιά της, τυπική.

Μοιραζότανε με τους τρεις νεοφερμένους αξιωματικούς θητείας, την αίθουσα καθηγητών της σχολής που ήταν φανερά διακοσμημένη στο γούστο της, με εικόνες του Χριστού και αγίων και σεμνά αγριολούλουδα στα βάζα. Το κέντρο εκπαίδευσης μονίμων υπαξιωματικών ναυτικού χρησιμοποιούσε για τα μαθήματα κλασσικής παιδείας στρατεύσιμους πτυχιούχους, κατα προτίμηση βαθμοφόρους γιατί οι μαθητές, οι ναυτόπαιδες, ήταν ζόρικοι. Ενα μεγάλο ποσοστό από αυτούς ήταν ανεπιθύμητα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες που τα «παρκάρανε» δωρεάν στις στρατιωτικές σχολές. Το καταλάβαινε κάποιος όταν είχαν εξόδου κι έβλεπε πολλά παιδιά να μην βγαίνουν γιατί δεν είχαν πού να πάνε. Τον καθηγητή δεν τον φοβότουσαν αλλά τους βαθμοφόρους τούς έτρεμαν μην τους ρίξουν φυλακή. Ενας φρέσκος στρατεύσιμος αξιωματικός κάποτε ρώτησε ένα από αυτά τα παιδιά:

– Εχεις μητέρα ;

– Οχι, απάντησε το παιδί, έχει πεθάνει.

– Κι ο πατέρας σου ; ξαναρώτησε.

– Είναι φυλακή.

– Γιατί ;

– Γιατί σκότωσε τη μάνα μου !

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Ονόματα, Στρατός | Με ετικέτα: | 172 Σχόλια »

Χαλαρά στις κάλπες

Posted by sarant στο 24 Μαΐου, 2019

Χτες ταξίδευα, οπότε δεν προλάβαινα να γράψω άρθρο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, καταφεύγω συνήθως στη λύση της αναδημοσίευσης κάποιου παλιότερου άρθρου -και αυτό θα κάνω και σήμερα. Κι επειδή μεθαύριο έχουμε εκλογές, αναδημοσιεύω ένα άρθρο εκλογικό ή μάλλον λεξιλοεκλογικό, που αρχικά είχε δημοσιευτεί μερικές μέρες πριν από τις εκλογές του 2014. Το έχω επικαιροποιήσει βέβαια σε σχέση με τις αναφορές στα πολιτικά πράγματα.

Μεθαύριο ψηφίζουμε, και όχι σε μία αλλά σε τρεις ή τέσσερις κάλπες: ψηφίζουμε για τις ευρωπαϊκές εκλογές και για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Και οι μεν αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν τοπικό χαρακτήρα, αν εξαιρέσουμε τους μεγάλους δήμους και τις περιφέρειες, αλλά στις ευρωεκλογές συμμετέχουν τα πολιτικά κόμματα, που πρόκειται να αναμετρηθούν και στις βουλευτικές εκλογές του φθινοπώρου.

Λένε για τις ευρωπαϊκές εκλογές, σε αντιδιαστολή με τις βουλευτικές, ότι χαρακτηρίζονται από τη λεγόμενη «χαλαρή ψήφο». Εφόσον δεν θα αναδείξουν δηλαδή κυβερνηση της χώρας, θεωρείται ότι ο ψηφοφόρος ψηφίζει σε αυτές πιο ελεύθερα, χωρίς να σκέφτεται διλήμματα. Κι αυτό ίσως επιβεβαιώνεται αν πάμε με το λεξικό, αφού η βασική μεταφορική σημασία της λέξης χαλαρός είναι «αυτός που αφήνει περιθώρια ανεξαρτησίας, ελευθερίας ή ελευθεριότητας».

Πρόσφατα ο Κ. Μητσοτάκης διαφώνησε με την ιδέα της χαλαρής ψήφου και υποστήριξε ότι «σε αυτή την κάλπη δεν έχει θέση η χαλαρή ψήφος» ενώ αλλού γράφτηκε ότι «χαλαρή ψήφος σημαίνει ψήφος στον Τσίπρα». Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, δηλαδή.

Επειδή όμως εμείς εδώ λεξιλογούμε, θα πούμε λίγο περισσότερα για τη λέξη ‘χαλαρός’. Είναι αρχαία λέξη και διατηρήθηκε μέσα στα χρόνια απαράλλαχτη τόσο στη μορφή της όσο και στην κυριολεκτική σημασία της, κάτι που δεν συμβαίνει με πάρα πολλές νεοελληνικές λέξεις που υπάρχουν και στα αρχαία (περισσότερες είναι εκείνες που έχουν αλλάξει σημασία λίγο ή πολύ). Η λέξη χαλαρός στα αρχαία παράγεται από το ρήμα «χαλάω, χαλώ», το οποίο επίσης υπάρχει στα νέα ελληνικά αλλά είναι παράδειγμα λέξης που άλλαξε σημασία, διότι αρχικά σήμαινε ‘χαλαρώνω, λύνω’.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Επαναλήψεις, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Εκλογές, Στρατός, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 156 Σχόλια »

Οι γκαζές της γκαζόζας γκαζώνουν αγκαζέ στο γκαζόν

Posted by sarant στο 7 Φεβρουαρίου, 2019

Το σημερινό άρθρο το ζητήσατε εσείς. Το περασμένο Σάββατο είχαμε τα Μεζεδάκια της γκαζόζας, με αφορμή τη διάσημη πια ατάκα του βουλευτή Αριστείδη Φωκά, που, όπως δικαιολογήθηκε, έχασε την ονομαστική ψηφοφορία επειδή είχε πιει μια γκαζόζα και αισθάνθηκε την ανάγκη να πάει εκεί που και οι βουλευτές πηγαίνουν μόνοι τους. Στα σχόλια εκείνου του άρθρου αρκετοί γκαζοζολογήσατε και ζητήσατε «μετ’ επιτάσεως» που λέει και το κλισέ να αφιερωθεί άρθρο στη γκαζόζα.

Αμ’ έπος αμ’ έργον λοιπόν.

Το άρθρο περιέχει τοποθέτηση προϊόντος, επειδή μου χρειαζόταν μια εικόνα και δεν έβρισκα καμία χωρίς μάρκα επάνω.

Η γκαζόζα, σύμφωνα με το ΛΚΝ, είναι «εμφιαλωμένο αεριούχο αναψυκτικό». Νομίζω πως ο ορισμός πάσχει, αν δεχτούμε ότι η γκαζόζα πρέπει να έχει γεύση λεμονιού (όχι να περιέχει λεμόνι). Το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας προσδιορίζει «που περιέχει κιτρικό οξύ».

Πράγματι, η γκαζόζα της εικόνας έχει τα εξής συστατικά: Νερό, Ζάχαρη, Διοξείδιο Άνθρακα, Μέσο Οξίνισης: Κιτρικό Οξύ, Αντιοξειδωτικό: Ασκορβικό Οξύ, Συντηρητικό: Σορβικό Κάλιο, Ρυθμιστής Οξύτητας: Κιτρικό Νάτριο, Φυσικές Αρωματικές Ύλες, ενώ η λεμονάδα περιέχει και χυμό λεμονιού.

Μ’ άλλα λόγια, η γκαζόζα δεν είναι λεμονάδα.

Η γκαζόζα είναι λαϊκό αναψυκτικό. Όπως είχα γράψει στο προηγούμενο άρθρο, σε μια παλιά ερωτική ταινία (σοφτ) που είχε γυρίσει προδικτατορικά, ο Κώστας Γκουσγκούνης αποδίδει την επιτυχία του στις γυναικες στο γεγονός ότι είναι χουβαρντάς. Και αμέσως μετά εμφανίζεται να πηγαίνει με μια κοπέλα στο ζαχαροπλαστείο και να τη ρωτάει «Να σε κεράσω μια γκαζόζα;». Ο Φρέντι Γερμανός είχε ειρωνευτεί την τόση γαλαντομία (στο «Γράψτο όπως το λέω»).

Ο Μπαμπινιώτης, αλλά και το Χρηστικό Λεξικό, υποστηρίζουν ότι η γκαζόζα ετυμολογείται από το ιταλικό gassosa, θηλυκό του gassoso, αεριώδης ή αεριούχος. H θεωρία αυτή προσκρούει στο ότι στα ιταλικά λέγεται gazzosa, που προφέρεται γκατσόζα.

Νομίζω πως δίκιο έχει το ΛΚΝ, που θεωρεί ότι τη γκαζόζα την πήραμε από το τουρκικό gazoz, το οποίο βέβαια έχει μάλλον γαλλική αρχή (από το eau gazeuse).

Tο απόκομμα που βλέπετε αριστερά, από εφημερίδα του 1901, που μιλάει για «φιάλες γκαζόζ» μάλλον δικαιώνει οριστικά το ΛΚΝ.

Δεν ξέρω αν θα το περιμένατε, όμως βρίσκω τη γκαζόζα 16 φορές σε ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, που του αρέσει να τη χρησιμοποιεί σε εικόνες με λαϊκούς ανθρώπους, π.χ. Στο καφενείο η γκουβερνάντα πίνει τη γκαζόζα της, το μωρό είναι ήσυχο μέσα στο καροτσάκι του. Υπάρχει μια φορά και στον Σεφέρη, στο Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη: Κάνει ζέστη βαθιά ώς τη νύχτα, τ’ άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Στρατός | Με ετικέτα: , , , | 318 Σχόλια »

Τα στρατολογικά του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2018

Συμπληρώνονται σήμερα 130 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888. (Με την ευκαιρία, να πούμε ότι η λεγόμενη «οικία Λαπαθιώτη» υπάρχει ακόμα και ρημάζει στην οδό Οικονόμου, στον λόφο του Στρέφη, αλλά ο ποιητής γεννήθηκε στους Αγίους Θεοδώρους, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος Κάνιγγος).

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα είτε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος. Και επειδή η περασμένη Κυριακή ήταν η 28η Οκτωβρίου και είχαμε επετειακό άρθρο, το λαπαθιωτικό δημοσιεύεται σήμερα, μέρα καθημερινή, παρόλο που το περιεχόμενό του ταιριάζει περισσότερο σε κυριακάτικο άρθρο.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 44o τεύχος του περιοδικού Μικροφιλολογικά, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε -και έχει ιδιαίτερο λαπαθιωτικό ενδιαφέρον αφού συνοδεύεται με χωριστό τεύχος αφιερωμένο στις συνεργασίες του Λαπαθιώτη με την εφημερίδα Έθνος, σε επιμέλεια του Τραϊανού Μάνου.

Στο άρθρο διερευνώ μια λεπτομέρεια της ζωής του Λαπαθιώτη: πού και πώς υπηρέτησε στον στρατό, ανασκευάζοντας την άποψη που είχε παλιότερα διατυπωθεί, ότι είχε αποφύγει τη στράτευση ως το 1914 επειδή ο πατέρας του, ο Λεωνίδας Λαπαθιώτης, ήταν ανώτερος αξιωματικός. Παρόλο που υπάρχουν άφθονα στοιχεία που ανασκευάζουν την άποψη αυτή, θέλησα να έχω και την οριστική διαβεβαίωση και απευθύνθηκα στην αρμόδια υπηρεσία του ελληνικού στρατού -προς έκπληξή μου, πήρα πολύ γρήγορα την απάντηση που αναζητούσα, όπως θα δείτε στο άρθρο.

 

Τα στρατολογικά του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Στο περίφημο «τεύχος Λαπαθιώτη» του περιοδικού Η λέξη (τχ. 33, Μάρτης-Απρίλης 1984) φιλοξενείται, ανάμεσα στ’ άλλα, άρθρο του Τάσου Μουμτζή με τίτλο «Τα στρατιωτικά χρόνια του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Στο άρθρο αυτό προτάσσεται εισαγωγή του Τάσου Κόρφη, ο οποίος άλλωστε είχε προτρέψει τον Μουμτζή να καταγράψει τις λαπαθιωτικές αναμνήσεις του.

Ο συντάκτης του άρθρου, γεννημένος το 1894, αφηγείται ότι ήταν προπαιδευτής του Λαπαθιώτη όταν αυτός παρουσιάστηκε στον 8ο Λόχο του 1ου Πεζικού Συντάγματος στις αρχές του 1914 για να υπηρετήσει τη θητεία του ως κληρωτός της κλάσεως 1914 γεννηθείς το 1895. Ο επιλοχίας του λόχου, ο ονομαστός Κ. Νέρης, είχε αμέσως καλέσει κατά μέρος τον Μουμτζή και τον είχε παρακαλέσει να θέσει υπό την προστασία του τον νεοσύλλεκτο Λαπαθιώτη, καθώς ήταν γιος του στρατηγού Λεωνίδα Λαπαθιώτη. Αφού περιγράψει τη γνωριμία του με τον Λαπαθιώτη και τους γονείς του, ο Μουμτζής προσθέτει ότι λίγο αργότερα ο ίδιος στάλθηκε να φοιτήσει στον Ουλαμό Εφέδρων Αξιωματικών και έχασε τα ίχνη του Ναπολέοντα, τον οποίο δεν τον ξαναείδε παρά στη Θεσσαλονίκη το 1916, «ως… επαναστάτη έφεδρο ανθυπολοχαγό διερμηνέα, μαζί με τον Στρατηγό πατέρα του».

Τελειώνοντας το άρθρο, ο Μουμτζής διατυπώνει την υποψία ότι ο Λαπαθιώτης δεν θα ήταν γεννημένος το 1895 αλλά νωρίτερα και ότι είχε μείνει αδήλωτος στα στρατολογικά μητρώα, όπως και άλλοι πολλοί γόνοι μεγάλων οικογενειών, για να αποφύγει να πολεμήσει στους βαλκανικούς του 1912-13. Και κλείνει ο Μουμτζής διερωτώμενος πώς μπόρεσε ο άσπιλος στρατηγός Λαπαθιώτης «να υποπέσει στο ολίσθημα της αποφυγής στρατεύσεως του παιδιού του στα 1912».

Ο Τάσος Κόρφης, που ξέρει ότι ο Λαπαθιώτης είχε γεννηθεί το 1888, υιοθετεί πλήρως αυτή την «καθόλου τιμητική για τον ποιητή», όπως λέει, εκδοχή του Μουμτζή στο εισαγωγικό του σημείωμα. Οι αναμνήσεις του Μουμτζή μαζί με το εισαγωγικό σημείωμα του Κόρφη αναδημοσιεύονται αυτολεξεί στο σημαντικό βιβλίο του Τάσου Κόρφη Ναπολέων Λαπαθιώτης: συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του (1985).

Το 1985 δεν είχαν έρθει στο φως πολλά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Λαπαθιώτη, οπότε είναι συγγνωστό το αστόχημα του Κόρφη. Διότι βέβαια πρόκειται για αστόχημα, αφού σήμερα ξέρουμε ότι ο ισχυρισμός του Μουμτζή δεν ισχύει και ότι ο Λαπαθιώτης υπηρέτησε κανονικά και σύννομα τη στρατιωτική του θητεία και δεν απέφυγε την επιστράτευση στους βαλκανικούς πολέμους.

Ωστόσο, επειδή το πολύ αξιόλογο κατά τα άλλα βιβλίο του Κόρφη, όπως και το αφιερωματικό τεύχος της Λέξης εξακολουθούν να κυκλοφορούν, χρήσιμο θα είναι να ανασκευαστούν οι σχετικοί ισχυρισμοί οριστικά. Πέρα από τα άλλα στοιχεία, θα παρουσιάσω ένα άγνωστο ντοκουμέντο: το απόσπασμα του βιβλίου στρατολογικών μεταβολών που αφορά τον Ν. Λαπαθιώτη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Α' παγκόσμιος πόλεμος, Λαπαθιώτης, Μικροφιλολογικά, Στρατός | Με ετικέτα: , , , , | 153 Σχόλια »

Για τον Βάρναλη στη Γεννάδειο

Posted by sarant στο 11 Μαΐου, 2018

Χτες είχαμε την παρουσίαση των πιο πρόσφατων βιβλιων του εκδοτικού οίκου Αρχείο στην αίθουσα Cotsen Hall της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, ανάμεσά τους και του τόμου «Αστυνομικά» με χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη που έχουν θέμα τους γεγονότα του αστυνομικού δελτίου, που τον έχω επιμεληθεί εγώ.

Ήταν πολύ πετυχημένη εκδήλωση, με μεγάλη προσέλευση. Με χαρά μου είδα φίλους από το ιστολόγιο, τόσο παλιούς γνωστούς όσο και τακτικούς αναγνώστες που δεν σχολιάζουν.

Όσες ομιλίες κάνω σε δημόσιες εκδηλώσεις τις δημοσιεύω και εδώ. Το ίδιο θα κάνω και σήμερα, θα δημοσιεύσω τη χτεσινή μου παρέμβαση στην εκδήλωση. Ή μαλλον, θα δημοσιεύσω το γραπτό κείμενο που είχα ετοιμάσει -στην πράξη, παρέλειψα μερικά πράγματα επειδή είχε αναφερθεί σε αυτά η κυρία Ναταλία Βογκέικωφ-Brogan, υπεύθυνη του Αρχείου της Γενναδείου Βιβλιοθήκης (όπου φυλάσσεται και το αρχείο Βάρναλη), η οποία με αιφνιδίασε ευχάριστα, μια και αναφέρθηκε εκτενώς στα προηγούμενα βαρναλικά βιβλία που έχω εκδώσει από τις εκδόσεις Αρχείο -έτσι, στη δική μου ομιλία παρέλειψα τη σύντομη αναφορά που είχα σκοπό να κάνω.

Προσθήκη: Ολόκληρο το βίντεο της ομιλίας, εδώ. (Η δική μου παρέμβαση από 12.50 εως 25.)

Παραθέτω λοιπόν το γραπτό κείμενο της ομιλίας μου.

Καλησπέρα, θέλω να σας ευχαριστήσω που ήρθατε εδώ και να ευχαριστήσω και τις εκδόσεις Αρχείο για την υποδειγματική εκδοτική συνεργασία που έχουμε όλα αυτά τα χρόνια.

Νομίζω πως είναι πολύ ταιριαστό που η σημερινή παρουσίαση γίνεται εδώ, και που αρχίζει με ένα βιβλίο του Κώστα Βαρναλη, και αυτό διότι είναι πολλά εκείνα που συνδέουν τον ποιητή με τον χώρο.

Καταρχάς, το αρχείο Βάρναλη φυλάσσεται ακριβώς στη Γεννάδειο –και πρέπει να πούμε ότι και σε αυτό το βιβλίο όπως και στα προηγούμενα τρία βιβλία του Βάρναλη που έχω εκδώσει από τις εκδόσεις Αρχείο, η συμβολή του αρχείου Βάρναλη και του αρχειονομικού προσωπικού της Γενναδείου υπήρξε καθοριστική.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Βάρναλης, Εκδηλώσεις, Παρουσίαση βιβλίου, Στρατός, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , | 143 Σχόλια »