Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Βαγιομεζεδάκια

Posted by sarant στο 27 Απριλίου, 2024

Κυριακή των Βαΐων αύριο, αλλά τον τίτλο «μεζεδάκια των Βαΐων» τον  έχω ήδη χρησιμοποιήσει, οπότε νεολογίζω.

Η Κυριακή των Βαΐων ονομάστηκε έτσι επειδή όταν μπήκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχτηκε ο λαός με κλαδιά φοινικιάς, που λέγονταν βαΐα: ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» λέει ο Ιωάννης. Σε ανάμνηση, την Κυριακή στην εκκλησία μοιράζουν τα βάγια («όποτε πάω στην εκκλησιά, βάγια μοιράζουνε», έλεγε ένας ήρωας του Παπαδιαμάντη, που εκκλησιαζόταν μόνο κάθε Κυριακή των Βαΐων), αν και τα βάγια δεν είναι απαραιτήτως κλαδιά φοινικιάς, συχνά είναι δάφνη ή μυρτιά. Μετά βαΐων και κλάδων, έμεινε η έκφραση για τη θριαμβευτική υποδοχή κάποιου, ενώ και το φοινικόδασο του Βάι, στην ανατολική Κρήτη, από εκεί πήρε την ονομασία του.

Αλλά όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα πούμε και τις άλλες μέρες, ενώ σήμερα, που είναι Σάββατο, το μενού έχει μεζεδάκια.

Kαι ξεκινάω με μια διαδεδομένη ακλισιά που με πληγώνει, εδώ από το newsletter του Βήματος, όπου ο Γκάρι Κασπάροφ χαρακτηρίζεται «ζωντανός θρύλος του σκάκι».

Mε πληγώνει διότι κι εγώ υπήρξα σκακιστής, όχι βεβαίως  θρύλος αλλά απλός παίκτης του σκακιού, και όχι του σκάκι.

Όσοι παίζουν τακτικά σκάκι το κλίνουν κανονικά, όσοι δεν παίζουν καθόλου ή μόνο πολύ περιστασιακά μπορεί και να το αφήσουν άκλιτο. Άρα, το κάνουν  αυτό επειδή (θεωρούν ότι) είναι ξένη λέξη ή επειδή τους φαίνεται για υποκοριστικό;

Μάλλον το δεύτερο (αλλά ποιας λέξης; ). Πάντως, αν γκουγκλίσετε τη  φράση  «θρύλος του σκάκι» θα τη δείτε να επαναλαμβάνεται όχι λίγες φορές, άλλοτε για τον  Κασπάροφ άλλοτε για τον  Κάρποφ ή κάποιον άλλον.

* Η φίλη που μου έστειλε το προηγούμενο, έστειλε άλλη μια περίπτωση ακλισιάς, αυτή τη φορά με κανονικό υποκοριστικό, από συνταγή μαγειρικής:

Σε ένα μπολ βάζουμε το τυρί φέτα, το ανθότυρο και τα θρυμματίζουμε. Προσθέτουμε το τυρί κρέμα και ανακατεύουμε μέχρι να ομογενοποιηθούν. Παίρνουμε μια ποσότητα με ενα κουταλάκι του γλυκού και δίνουμε σχήμα μπαλάκι.

H ακλισιά αφορά (φυσικά) μόνο τη  γενική. Στην επόμενη  πρόταση της συνταγής «πανάρουμε τα μπαλάκια τυριού» και μετά «προσθέτουμε τα παναρισμένα μπαλάκια».

Πράγματι τα υποκοριστικά σε -άκι (εδώ έχουμε γνήσιο υποκοριστικό) αντιστέκονται στη γενική, και για να πω την  αλήθεια η ακλισιά στο «σε σχήμα μπαλάκι» δεν είναι τόσο ενοχλητική όσο αν  έλεγε, ξερωγώ, «του μπαλάκι». Εγώ πάντως θα έγραφα «σε σχήμα μπαλακιού». Και όχι βεβαίως «σφαιριδίου» εκτός αν ήθελα να  ειρωνευτώ -παναρισμένα σφαιρίδια!

* Συνεχίζουμε ακλισιάρικα με τη γυναικοκτονία «στους Άγιοι Ανάργυροι».

Αυτό ακούγεται λίγο σαν ιδιωματικό (ή σαν μάγκικο, όπως έλεγε ο Χάρυ Κλυνν ‘έχουμε κρυφούς φωτισμοί’).

* Σε είδηση  από το Χαϊδάρι, διαβάζουμε:

Στην έκταση του πρώην camping στο Δαφνί, ανάμεσα στον Κήπο και την Γιορτή, υπήρχαν δύο παλιές τσιμεντένιες δεξαμενές 30 τόνων η κάθε μία. Η διοίκηση του Κήπου αποφάσισε να τις αξιοποιήσει στην προσπάθεια αναβάθμισης των μέτρων προστασίας, στην οποία η άμεση παροχή νερού για την πλήρωση των πυροσβεστικών μέσων έχει πολύ τεράστια σημασία.

Πολύ τεράστια δεν μπορεί να  είναι  η σημασία,  όπως δεν υπάρχει και  ολίγον έγκυος.

Αλλά ο φίλος που το στέλνει επισημαίνει επίσης  το «δεξαμενές τριάντα τόνων». Ασφαλώς δεν αναφέρεται στο βάρος των  τσιμεντένιων τοιχωμάτων, αλλά στην περιεκτικότητα. Τριάντα τόνοι είναι το βάρος βέβαια αν  περιέχει νερό η δεξαμενή, αλλιώς διαφέρει. Και έχουν  πάντα όγκο 30 κυβικών μέτρων.

* Κι ένα ορθογραφικό, μάλλον πεζό, αλλά ο φίλος που το στέλνει θεωρεί ότι είναι ασυνήθιστο να υπάρχει στο κύριο άρθρο μιας μεγάλης εφημερίδας. Αλλά τώρα πια οι περισσότερες μεγάλες εφημερίδες δεν  έχουν διορθωτή, οπότε… δίλλημα,  κι ας είναι ανάποδα τα διπλά σύμφωνα.

* Άρθρο για έναν επιστήμονα που κλήθηκε από το εξωτερικό, ήρθε, είδε και απήλθε:

Αυτή η αλλαγή στην οργάνωση και λειτουργία του ΙΙΒΕΑΑ είναι απολύτως απαραίτητη για να ξεφύγει από τα προβλήματα που το ταλαντεύουν για πολλά χρόνια και για να επιτρέψει στους ερευνητές του να πάρουν την τύχη του ιδρύματος στα χέρια τους. Το Ίδρυμα όμως συν εποπτεύεται και από την Ακαδημία Αθηνών, μια σχέση που μπορεί να του δώσει μια διαφορετική δυναμική και ξεχωριστή αίγλη αρκεί αυτή η σχέση να μπει σε σύγχρονες και υγιείς βάσεις.

Εντάξει, η σχιζολεξία στο «συνεποπτεύεται» μπορεί να οφείλεται και στον κορέκτορα -οι κορέκτορες αντιπαθούν τις πολυσύλλαβες λέξεις και δεν  διστάζουν να τις διαμελίζουν. Αλλά «τα προβλήματα που το ταλαντεύουν» δεν στέκει. Ταλανίζουν ήθελε να γράψει ο συντάκτης.

Η πλάκα είναι ότι το ταλανίζω και το ταλαντεύομαι έχουν την ίδια ρίζα, ετυμολογικά μιλώντας. Κάποτε ίσως γράψουμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , | 31 Σχόλια »

Εσείς ξέρετε τι θα πει λησμονιά; Αγιάζι; Αλαργινό;

Posted by sarant στο 26 Απριλίου, 2024

Θα αναδημοσιεύσω σήμερα ένα άρθρο του Δημήτρη Ρηγόπουλου, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην Καθημερινή.  Όπως θα δείτε, στο τέλος του άρθρου λέω κι εγώ κάποια πράγματα, διότι είχαμε μια συζήτηση με τον συντάκτη, που μου ζήτησε την  άποψή  μου για το ερώτημα του υποτίτλου, «τι καταλαβαίνουν οι 16χρονοι όταν  ακούν τραγούδια του 60». Σημειώνω πως ο τίτλος του δικού μας άρθρου είναι παραλλαγή του τίτλου του άρθρου της Καθημερινής,  που ήταν  «Φιλαράκι, μήπως ξέρεις τι θα πει λησμονιά;»

Το  θέμα έχει δύο πλευρές, νομίζω. Αφενός το γλωσσικό, δηλ. την  αέναη  γλωσσική αλλαγή, εδώ  σε επίπεδο λεξιλογίου, καθώς παλιότερες ξένες λέξεις παύουν να χρησιμοποιούνται. Και όχι μόνο λέξεις που εκφράζουν θεσμούς που δεν υπάρχουν πια, που η  παρακμή τους είναι αυτονόητη, όπως είναι οι λέξεις του οθωμανικού παρελθόντος. Ζαπτιέδες και μπαϊρακτάρηδες δεν υπάρχουν πια, αλλά πρωινό κρύο υπάρχει πάντα, απλώς οι νεότεροι δεν το λένε αγιάζι.

Η δεύτερη πλευρά είναι πολιτισμική. Θέλω να πω, νομίζω ότι οι σημερινοί 16χρονοι ή 25χρονοι στην Ελλάδα έρχονται σε  επαφή με τραγούδια και ταινίες της  δεκαετίας του 60 πολύ περισσότερο απ’ όσο οι ομήλικοί τους σε άλλες χώρες. Από τη μικρή εποπτεία που έχω από τη γαλλική ραδιοτηλεόραση, δεν νομίζω ότι παίζονται διαρκώς ταινίες του Φερναντέλ και τραγούδια του Μπρασένς στους σταθμούς γενικής πρόσβασης. Αντίθετα, στους ελληνικούς σταθμούς σχεδόν  καθημερινά θα υπάρχει κάπου μία παλιά ελληνική ταινία (πχ χτες η ΕΡΤ έπαιζε το Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός, του 1961) ενώ στο μουσικό ραδιόφωνο τα τραγούδια του 60-70 έχουν εντονότατη παρουσία. Αυτά τα διαπιστώνω, δεν τα επικρίνω.

Στο κείμενο που έστειλα στον κ. Ρηγόπουλο υπήρχε κι  ένα απόσπασμα που το ανέπτυξε περισσότερο στην αρχή του άρθρου του. Εγώ είχα γράψει το εξής:

Αλλά και λιγότερο σπάνιες λέξεις, ας πούμε όπως αυτές που χρησιμοποιεί ο έξοχος Λευτέρης Παπαδόπουλος στους στίχους του, μπορεί να  ξενίζουν τους νέους:  το αγιάζι, το αλαργινό, το τσέρκι -συνήθως ξέρουν ή υποθέτουν τι σημαίνουν, αλλά δεν τις χρησιμοποιούν ενεργητικά. Στα σόσιαλ θα βρείτε έξυπνες διακωμωδήσεις του λεξιλογίου αυτού, όπως από τον λογαριασμό Λε.Παπ. στο Τουίτερ, που παρωδούσε το ύφος του Λ. Παπαδόπουλου χρησιμοποιώντας λέξεις από τραγούδια του (πχ: «Στου Δεριγνύ που κάποτε μαζευόμασταν πιτσιρικαρία και κυλάγαμε το τσέρκι και το τόπι…») ή από τον σκιτσογράφο Αντώνη Βαβαγιάννη που σε σατιρικό του βίντεο ισχυριζόταν, χιουμοριστικά, ότι «Λέξη ‘μεθυσμενάκι’ δεν  υπάρχει» και έστειλα στον κ. Ρηγόπουλο και το παλιό μας άρθρο για το Μεθυσμενάκι, όπου υπάρχει και το βίντεο του Βαβαγιάννη.

Παραθέτω λοιπόν το άρθρο της  Καθημερινής, μαζί με τη φωτογραφία που το συνόδευε και μετά προσθέτω κάποια πράγματα.

ΠΑΛΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, ΝΕΟΙ ΑΚΡΟΑΤΕΣ

Φιλαράκι, μήπως ξέρεις τι θα πει λησμονιά;

Τι καταλαβαίνουν οι δεκαεξάρηδες όταν ακούν τραγούδια του ’60

Tον Ιούνιο του 2020, εκεί που προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από την πρώτη, καραντίνα του κορωνοϊού, ο κομίστας Αντώνης Βαβαγιάννης ανέβασε στο Διαδίκτυο ένα χιουμοριστικό βίντεο στο οποίο ισχυριζόταν με ξεκαρδιστική σοβαροφάνεια και τον απαραίτητο καταγγελτικό οίστρο ότι η λέξη «μεθυσμενάκι» από τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου στην πασίγνωστη (και πολυτραγουδισμένη) «Τζαμάικα» του Μάνου Λοΐζου δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αλλά την οφείλουμε αποκλειστικά στη γλωσσοπλαστική δεινότητα του κορυφαίου στιχουργού.

Ακόμη κι αν ο Βαβαγιάννης πίστευε ότι πραγματικά το «μεθυσμενάκι» ήταν μια ευρηματική επινόηση του Λευτέρη Παπαδόπουλου (παρεμπιπτόντως, η λέξη εμφανίζεται σε ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη από το 1922, αλλά και σε χρονογράφημα του Μίλτου Λιδωρίκη το 1935) ο σατιρικός υπαινιγμός του έκανε άθελά του γκελ στην πραγματικότητα: ένας αναπάντεχα μεγάλος αριθμός λέξεων που ακούγονται σε ορισμένες από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (τραγούδια που έχουν περάσει στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ως «κλασικά») όχι μόνο τελούν σε καθεστώς πλήρους απόσυρσης από το καθημερινό λεξιλόγιο των ενηλίκων, αλλά πολλές από αυτές συνιστούν ένα μερικώς άγνωστο, σχεδόν απροσπέλαστο σύμπαν για τους σημερινούς εφήβους που δυσκολεύονται είτε να τις αναγνωρίσουν είτε να προσδιορίσουν το νόημά τους.

Επιχειρώντας, λοιπόν, να «ενώσουμε» αυτούς τους δύο φαινομενικά αγεφύρωτους κόσμους, τον κόσμο του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Νίκου Γκάτσου, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου, και τον κόσμο των σημερινών δεκαεξάρηδων και των δεκαεπτάρηδων, δοκιμάσαμε ένα, δημοσιογραφικό «πείραμα»: συναντήσαμε έξι μαθητές της Α΄ και της Β΄ Λυκείου ενός ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου «μεσαίου» μεγέθους στα όρια Καρέα και Βύρωνα Αττικής (της «Σύγχρονης Παιδείας») και τους ζητήσαμε να μας πουν τι σκέφτονται όταν ακούν ή διαβάζουν 20 συγκεκριμένες λέξεις που έχουν σημείο αναφοράς τα τραγούδια που μεγάλωσαν τους παππούδες τους και (οριακά) και τους γονείς τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πιο χαρακτηριστικές: αγιάζι, λησμονιά, καημός, μεράκι, γιαλός, ακρογιάλι, ξεροβόρι, σιγαλιά, περβάζι, βάλσαμο, δροσοσταλιά, σοκάκι, θύμηση κ.ά. Στους έξι αυτούς «γενναίους» μαθητές και μαθήτριες που δέχθηκαν να λάβουν μέρος σε αυτό το σύντομο γλωσσικό παιχνίδι (στην Κατερίνα Κ., στον Ιάσονα Θ., στην Ερμιόνη Σ., στον Αγγελο Λ., στην Κωνσταντίνα Δ. και στην Ερμιόνη Κ.) δόθηκαν δέκα λεπτά για να σκεφθούν το νόημα αυτών των είκοσι λέξεων και όσα σημείωσαν στα χαρτιά που τους έδωσε η καθηγήτρια κοινωνιολογίας (και πολύτιμη αρωγός μας) Βασιλική Αρματά ήταν πολύ κοντά στις αρχικές μας υποψίες. Το γλωσσικό χάσμα με το συναισθηματικό λεξιλόγιο της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι αρκετά μεγάλο, αλλά επιβιώνουν αναπάντεχοι και αρκετοί υπόγειοι δίαυλοι επικοινωνίας που δεν μας επιτρέπουν να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα. Ναι, υπήρξαν λέξεις (μόλις δύο, ευτυχώς) που όλες και όλοι απέφυγαν να «ακουμπήσουν»· υπό την έννοια ότι δεν τους έλεγαν ή δεν τους θύμιζαν κάτι για να αποπειραθούν να σκεφτούν κάποιο συνώνυμο. Σε αυτή την κατηγορία, άτυποι «πρωταθλητές» αναδείχθηκαν το «ξεροβόρι» και η «σιγαλιά», λέξεις που τα παιδιά ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ. Στην αντίπερα όχθη, το «σοκάκι», η «κάμαρα», ο «γιαλός», η «θύμηση» και το «ακρογιάλι» αναγνωρίστηκαν με χαρακτηριστική ευκολία. Υπάρχει και μια ενδιάμεση κατηγορία με συνώνυμες λέξεις που είτε τις πέτυχαν ή πλησίασαν αρκετά το νοηματικό τους περιεχόμενο (π.χ. «απατηλός»: 4 στις 6) είτε εμφανίζεται καθολική δυστοκία ερμηνείας, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις λέξεις «λησμονιά» (0/6), «ντουνιάς» (0/6) και «αγιάζι» (1/6). Το συνολικό «ισοζύγιο» κατέγραψε 51 απολύτως σωστές απαντήσεις, 35 με αδυναμία διατύπωσης συνώνυμης λέξης και 34 λανθασμένες απόπειρες απόδοσης της σωστής ερμηνείας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Γενικά γλωσσικά, Γλωσσική αλλαγή, Κινηματογράφος, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , | 119 Σχόλια »

Η σκόνη από την Αφρική

Posted by sarant στο 25 Απριλίου, 2024

Πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, τον Απρίλιο του 1924, ο δημοσιογράφος και μαχητικός δημοτικιστής Δημήτρης Ταγκόπουλος, ο εκδότης του Νουμά, έγραψε στο Έθνος ένα χρονογράφημα εναντίον  του Καβάφη, στο οποίο κατέληγε «Ο Καβαφισμός έχει κι εδώ, στην πόλη μας, μερικούς οπαδούς του. Δε μου κάμνει εντύπωση αυτό, αφού τόσες επιδημίες μας έρχονται, κα­τευθείαν από την Αίγυπτο». Αν σας κίνησα την  περιέργεια γι’ αυτό το μικροφιλολογικό επεισόδιο, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο που είχαμε γράψει παλιότερα.

Σκέφτομαι πως αν ο Ταγκόπουλος έγραφε σήμερα, μπορεί στην  κατακλείδα του χρονογραφήματος να πρόσθετε και τη  σκόνη στα δεινά που μας έρχονται, αν όχι από την Αίγυπτο πάντως  από την Αφρική.

Τη σκόνη, που κάνει πορτοκαλί τον παροιμιωδώς καταγάλανο ουρανό  μας, λες και βλέπουμε καμιά μεταποκαλυψιακή ταινία,  που προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα, που λερώνει αυτοκίνητα, ρούχα και ανθρώπους.

Να πω ότι το προχτεσινό επεισόδιο σκόνης, που τελείωσε χτες το απόγευμα, το έχασα διότι βρέθηκα στην  Εσπερία. Σκόνη αφρικανική φτάνει κι εδώ, και στην κορυφή των Άλπεων βρήκαν, αλλά τούτη τη φορά δεν  είχαμε. Βρισκόμουν όμως στην  Ελλάδα όταν  είχαμε το προηγούμενο κύμα αφρικανικής  σκόνης,  στις αρχές του μήνα. Μάλιστα, στη γειτονιά μου στο Φάληρο έκανε επιπλέον έργα ο ΔΕΔΔΗΕ επί πολλές μέρες, κι έτσι είχαμε κοκτέιλ, αφρικανική και φαληρική σκόνη χαρμάνι.

Αλλά βέβαια εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε σήμερα θα μιλήσουμε για τη σκόνη [ακούγομαι σαν διαφήμιση  ηλεκτρικής σκούπας] από λεξιλογική άποψη.

Η σκόνη που μας έκανε δύσκολη τη  ζωή  προχτές ήταν αφρικανική, αλλά η σκόνη ως λέξη είναι  ελληνική. Σήμερα λέμε «σκόνη», αλλά οι αρχαίοι έλεγαν κόνις, με γενική κόνιος στην αττική διάλεκτο και κόνεως όπως επικράτησε. Είναι λέξη ομηρική. Στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, οι Αχαιοί, φοβούμενοι πως χωρίς τον  Αχιλλέα δεν θα τα καταφέρουν,  πηγαίνουν  πρεσβεία να τον πείσουν να επιστρέψει στον πόλεμο. Εκείνος αρχικά αρνείται, λέγοντας πως δεν θα αλλάξει γνώμη «εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε», ακόμα κι αν μου δώσει ο Αγαμέμνονας τόσα δώρα όσα η άμμος και η  σκόνη -βλέπουμε δηλαδή ότι χρησιμοποιόταν η λέξη και να δήλωση αμέτρητου πλήθους, πλάι στην άμμο.

Στα αρχαία,  η λέξη «κόνις» χρησιμοποιείται επίσης κάποιες φορές για να δηλώσει τη στάχτη. Ετυμολογικά, άλλωστε, συνδέεται με το λατινικό cinis, που σημαίνει ακριβώς τη  στάχτη (cenere στα ιταλικά). Αντίθετα, δεν συνδέεται με το κονίς, που είναι η κόνιδα που λέμε σήμερα. Οι αρχαίοι γραμματικοί ήξεραν τη διαφορά: κονίς  το επί της κεφαλής, κόνις δε το χώμα.

Η κόνις  έγινε  σκόνη με  την ανάπτυξη προθεματικού σ- (όπως ο βώλος έγινε  σβώλος και η βουνιά σβουνιά, από τη συμπροφορά με το άρθρο τις, ας  πούμε).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Αφρική, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Καβαφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 149 Σχόλια »

Η μοιραία αγγελία

Posted by sarant στο 24 Απριλίου, 2024

Το μακρινό 1987 ήταν μια χρονιά με ακραία καιρικά φαινόμενα, σε μια εποχή που τα ακραία καιρικά φαινόμενα ήταν κάτι το σπάνιο. Ίσως να μη θυμάστε ότι τον Μάρτιο είχε κάνει τον χειρότερο χιονιά του 20ού αιώνα στην Αττική (ή έτσι χαρακτηρίστηκε) αλλά θα θυμάστε, όσοι έχετε την  κατάλληλη ηλικία εννοώ, τον φονικό καύσωνα του Ιουλίου, που στοίχισε χιλιάδες νεκρούς, ιδίως ηλικιωμένους, καθώς δεν υπήρχαν  κλιματιστικά όπως σήμερα.

Ενδιάμεσα είχαμε κι ένα άλλο ακραίο αλλά ευχάριστο συμβάν, τον Ιούνιο, όταν η ελληνική εθνική ομάδα μπάσκετ κατέκτησε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φάνη και τ’ άλλα παιδιά.

Αλλά και στη δική μου ζωή  συνέβη κάτι σημαντικό το 1987, που τελικά άλλαξε τον ρου της προσωπικής μου ιστορίας. Είχα απολυθεί από τον στρατό την  περασμένη χρονιά, το καλοκαίρι του 1986, και δούλευα μεταφραστής αυτοαπασχολούμενος, φριλάνς, κανονικά και αναγνωρισμένα, με βιβλία στην εφορία. Δούλευα σε μόνιμη βάση με δύο εργοδότες-εκδοτικούς οίκους, τη Σύγχρονη Εποχή (τον εκδοτικό οίκο του ΚΚΕ) όπου μετέφραζα και αναθεωρούσα βιβλία λογοτεχνικά ή δοκίμια, από τα αγγλικά αλλά όχι μόνο, και αφετέρου τον Κλειδάριθμο,  όπου ο Γιάννης Φαλδαμής ξεκινούσε τότε το πολύ πετυχημένο εκδοτικό του εγχείρημα, τότε αποκλειστικά με βιβλία πληροφορικής. Είχα πάντα πολλή δουλειά, έβγαζα καλά λεφτά κι έτσι δούλευα οχτάωρο κανονικά τη  μέρα. Κάποια πρωινά χρειαζόταν να ανέβω  στην Αθήνα (έμενα πάντοτε στο Παλαιό Φάληρο) για συζητήσεις με τους εκδότες.

Κι έτσι είχε γίνει στις 30 Ιουλίου,  μέσα στον καύσωνα -αν και τότε, 28 χρονών, δεν θυμάμαι να με είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα η τρομερή ζέστη. Είχα λοιπόν ανέβει στην Αθήνα και το μεσημέρι επέστρεφα στο σπίτι. Κατευθύνθηκα στο Σύνταγμα να πάρω το λεωφορείο, το 126. Πήρα και εφημερίδα, διότι το θεωρούσα αδιανόητο να μη διαβάζω κάτι στη στάση του λεωφορείου.

Ριζοσπάστη είχα πάρει το πρωί και τον είχα αφήσει στο σπίτι πριν φύγω, Πρώτη και Ελευθεροτυπία θα έφερνε ο πατέρας μου το μεσημέρι, οπότε πήρα τα Νέα, που δεν τα πολυσυνήθιζα. Και καθώς ξεφύλλιζα την εφημερίδα, μέσα στο λεωφορείο, έφτασα και στις μικρές αγγελίες -τα Νέα, για τους νεότερους, ήταν  η εφημερίδα των  αγγελιών, αφιέρωνε κάθε μέρα δεκάδες σελίδες σε  μικρές αγγελίες.

Και εκεί είδα την αγγελία που βλέπετε (δεν έχω κρατήσει το φύλλο από τότε, πολύ αργότερα βρήκα το σώμα των  Νέων του 1987 σκαναρισμένο). Η Επιτροπή των  Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητούσε ελληνόφωνους μεταφραστές για το Λουξεμβούργο, ως προσωρινούς υπαλλήλους, με σύμβαση  ορισμένου χρόνου.

Τις αγγελίες τις κοίταζα, διότι, αν και ήμουν γενικά ευχαριστημένος από τη  δουλειά μου, δεν ήμουν  σίγουρος ότι θα κρατήσει για πάντα. Ήξερα μόνο ότι μάλλον δεν θα δουλέψω σαν (ως, αν είστε της άλλης σχολής) χημικός μηχανικός. Είχα πάει σε μια συνέντευξη σε μια μεγάλη χημική βιομηχανία, συστημένος από φίλο που δούλευε  εκεί, και στα μισά της συνέντευξης συνειδητοποιήσαμε κι οι δυο μας, εγώ κι ο παλιός που με εξέταζε, ότι δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά.

Οπότε, κοίταζα τις αγγελίες και την ίδια εποχή (λίγο πριν ή λίγο μετά,  δεν θυμάμαι) είχα κάνει μια αίτηση  για αερολιμενάρχης που ζητούσε η ΥΠΑ, καθώς και για μεταφραστής  στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών στη Χάγη.

Παρόλο που ήμουν ήδη επαγγελματίας μεταφραστής, δεν ήξερα πολλά για το μεταφραστικό της ΕΟΚ. Έκανα τα χαρτιά μου, χωρίς να δίνω πολλή σημασία, και έφυγα για διακοπές, όπως είχα κανονίσει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Λουξεμβούργο, Μεταφραστικά, Προσωπικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 110 Σχόλια »

Ποιος έχει εισάγει – Η γλώσσα της χούντας, στην ΕφΣυν

Posted by sarant στο 23 Απριλίου, 2024

Αναδημοσιεύω σήμερα άλλα δύο άρθρα από την εβδομαδιαία  στήλη «Μέσα στις λέξεις» που διατηρώ στην Εφημερίδα των Συντακτών και που δημοσιεύεται κανονικά κάθε Τετάρτη, αν και λόγω της απεργίας το δεύτερο από αυτά δημοσιεύτηκε την Πέμπτη που μας πέρασε. 

Τα δύο κείμενα που αναδημοσιεύω σήμερα θα  είναι γνώριμα στους  φίλους του ιστολογίου,  μια και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε παλιότερα άρθρα του ιστολογίου -αφού το ιστολόγιο έχει δημοσιεύσει πάνω από 5500 άρθρα στα 15 χρόνια που εκπέμπει, λογικό είναι να έχει καλύψει πολλά θέματα, αλλά οι περισσότεροι αναγνώστες της  Εφημερίδας των Συντακτών δεν μας διαβάζουν, οπότε δεν τα  έχουν συναντήσει.

Για μένα πάντως είναι μια ευχάριστη πρόκληση να πρέπει να χωρέσω σε 450 λέξεις ένα θέμα που το είχα αναπτύξει σε χίλιες ή και περισσότερες. Στο δεύτερο από τα σημερινά άρθρα δεν κάλυψα βεβαίως το θέμα πλήρως,  αλλά εστίασα σε δυο-τρία θέματα. Xάρηκα πολύ όταν  κάποιος φίλος με ενημέρωσε ότι στην εκπομπή του  2ου προγράμματος της ΕΡΑ «Ημερολόγιο καταστρώματος» στις 19 Απριλίου, η κ. Έλενα  Διάκου διάβασε  ολόκληρο το δεύτερο άρθρο (ακούτε εδώ)

Ποιος έχει εισάγει;

Τον Δεκέμβριο, προαναγγέλλοντας τα ιδιωτικά μηπανεπιστήμια, ο πρωθυπουργός είπε: Έχει έρθει η ώρα να κάνουμε και μία άλλη μεγάλη μεταρρύθμιση: να εισάγουμε επιτέλους και στην Ελλάδα τη λειτουργία μη κρατικών ανώτατων ιδρυμάτων.

Πριν από μερικές μέρες, ο Στέφανος Κασσελάκης εξάγγειλε: Ζητάω την ψήφο σας για … να αλλάξουμε το φορολογικό πλαίσιο και να εισάγουμε μια προοδευτική φορολογική κλίμακα.

Στις κινητές μας συσκευές, διάφορες εφαρμογές μάς προτρέπουν: Εισάγετε τον κωδικό σας.

Και στις τρεις περιπτώσεις, υπάρχει γλωσσικό λάθος. Δεν θα εισάγουμε διαρκώς ιδιωτικά ΑΕΙ ή φορολογικές κλίμακες ή τον κωδικό μας, αλλά άπαξ· άρα, θα εισαγάγουμε ή, όπως προτιμούν οι Κύπριοι, θα εισάξουμε. Το ίδιο πρόβλημα το συναντάμε με όλα τα σύνθετα του «άγω» όπως παράγω, εξάγω κτλ.

Αν έχουμε αμφιβολία ποιον τύπο πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, ένα τέχνασμα που βοηθάει είναι να αλλάξουμε το ρήμα. Ας πούμε: Να καθιερώσουμε νέα φορολογική κλίμακα ή Πληκτρολογήστε τον κωδικό σας, κι έτσι θα δούμε αν πρέπει να βάλουμε στιγμιαίο τύπο (να εισαγάγουμε) ή διαρκή (να εισάγουμε).

Ο παρακείμενος βέβαια κανονικά δεν θα έπρεπε να προκαλεί πρόβλημα, αφού είναι συνοπτικός. Το «έχει εισάγει» είναι πάντοτε λάθος, διότι ποτέ δεν λέμε «έχει δίνει», οπότε κανονικά η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου έπρεπε να είναι «Κανένας». Κι όμως, πολλές φορές βλέπουμε γραμμένα: *έχουν παράγει, *έχει εξάγει κτλ.

Φαίνεται πως η διάκριση στιγμιαίου και διαρκούς, που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ελληνική γλώσσα, δεν λειτουργεί καλά με τα σύνθετα του «άγω». Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο οι λεγόμενοι αναλογικοί τύποι, που λύνουν το πρόβλημα διότι κάνουν εναργέστερη τη διάκριση αυτή: θα παράξω (μία φορά), έχω παράξει, ο στόχος είναι να παράγουμε 100 τόνους κάθε χρόνο, αλλά τον πρώτο χρόνο θα παράξουμε μόνο 60.

Ειδικά για το ρήμα «παράγω» οι αναλογικοί τύποι (παράξω κτλ.) είναι ευρύτατα διαδεδομένοι και στην Ελλάδα. Σε μια οποιαδήποτε συνεδρίαση της Βουλής θα τους ακούσετε. Ωστόσο, δεν είναι εξίσου διαδεδομένοι για άλλα ρήματα και πολλοί θεωρούν κακόηχο το «θα εισάξω» ή το «έχω εξάξει». Προσωπικά, πιο κακόηχο θεωρώ το «έχω εξαγάγει», κι ας είναι σωστό.

Τον 19ο αιώνα πολλοί χρησιμοποιούσαν αναλογικούς τύπους, ας πούμε ο Κονδυλάκης: «Η φιλοδοξία των χωριανών ήτο να εισάξουν νέα γράμματα και νέα μέθοδο…» στο διήγημα Ο νεωτεριστής, ενώ  ο Καποδίστριας το 1828 έγραφε ότι οι διπλωματικές του επαφές είχαν  σκοπό «να εξάξουν την αγαπητήν μας πατρίδα από την ολεθρίαν μονήρη θέσιν».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Γραμματική, Δικτατορία 1967-74, Εφημεριδογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 178 Σχόλια »

Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε

Posted by sarant στο 22 Απριλίου, 2024

Ο τίτλος δεν κάνει πολιτικό σχόλιο· αλλά ούτε θα μιλήσουμε για το πασίγνωστο θεατρικό  έργο του Πιραντέλο -λέω  πασίγνωστο, αλλά κοκκινίζοντας ομολογώ πως δεν το έχω  δει.

Και τότε; Εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε σήμερα, χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος, θα λεξιλογήσουμε για το ρήμα «νομίζω». Νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον.

Αλλά πριν αποχαιρετήσουμε τον  Πιραντέλο, να πούμε ότι στα ιταλικά το δεύτερο σκέλος του τίτλου βρίσκεται σε παρένθεση: Cosi è (se vi  pare)  δηλαδή «Έτσι είναι (αν έτσι σας φαίνεται)» κατά λέξη. Νομίζω πως η ελληνική απόδοση  είναι πετυχημένη, αλλά ούτως  ή άλλως έχει καθιερωθεί, έχει γίνει παροιμιώδης θα έλεγα ο τίτλος.

Θυμάμαι να έχω κάπου διαβάσει, ίσως σε κάποιον συγγραφέα της γενιάς μας (να’ναι ο Τατσόπουλος; ) τον ήρωα, έφηβο, να λέει για κάποια κοπέλα με την οποία  είχε δεσμό,  «με έμαθε να λέω ‘νομίζω’ και όχι ‘πιστεύω'». Πράγματι, θα λέγαμε ότι το «νομίζω» δείχνει περισσότερη  αβεβαιότητα από το «πιστεύω», αν και στον ορισμό του ΛΚΝ αυτό δεν  φαίνεται:

1α.έχω τη γνώμη, πιστεύω: ~ ότι έκανα το καθήκον μου / ότι έχει δίκιο. Tι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω; Kάνε όπως νομίζεις (καλύτερα). β. έχω την εντύπωση, υποθέτω: Εδώ είσαι ακόμη; Nόμιζα πως είχες φύγει. 2. θεωρώ, πιστεύω ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα, του αποδίδω κάποια ιδιότητα: Tον νόμιζα φίλο μου, όμως αποδείχτηκε εχθρός. Δεν τον ~ ικανό για κάτι τέτοιο. Mη με νομίσεις αχάριστο, επειδή δε σου έδειξα την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το ~ σωστό αυτό που έγινε. Aς μη νομιστεί ότι υπάρχει κακή πρόθεση στις ενέργειές μου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Θεατρικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 97 Σχόλια »

Ο Πρόεδρος Ταμέλης του Γ. Ιωάννου -και ένα πρωτοσέλιδο

Posted by sarant στο 21 Απριλίου, 2024

Μια και σήμερα έχουμε 21η Απριλίου επαναλαμβάνω ένα αφήγημα του αγαπημένου μου Γιώργου Ιωάννου, που το είχα δημοσιεύσει εδώ πριν από 11 χρόνια. Όμως, στο τέλος παίρνω αφορμή από τον Ιωάννου, που κάνει λόγο για  το φύλλο της Μακεδονίας της 21ης Απριλίου, που το αγόρασε πριν πάρει χαμπάρι ότι έχει γίνει πραξικόπημα (το συγκεκριμένο φύλλο  υπάρχει ονλάιν) και προσθέτω ένα ντοκουμέντο στο τέλος, ένα άλλο πρωτοσέλιδο της ίδιας ημερομηνίας,  που καταρρίπτει έναν επίμονο μύθο.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑΜΕΛΗΣ

Στις 21 Απριλίου 1967 το πρωί στη Θεσσαλονίκη ήταν ήλιος και ωραίος καιρός. Όμως δεν ξέραμε ακόμα τι μας γινότανε, ώστε να ψάλλουμε τον παλιό μας ύμνο «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;». Κι έτσι αποδίδαμε τον καλό καιρό στην εποχή του και στο ότι – άλλη λογική αυτή– σε εννιά μέρες ήτανε Πάσχα. Αυτή η μέρα, δηλαδή η Παρασκευή, κι ακόμα μία, το Σάββατο των Βαΐων, απόμνεισκε για τα σχολεία. Μετά κλείνανε για τις διακοπές και για δεκαπέντε μέρες ησυχάζαμε.

Ντυνόμουν, σινιαριζόμουνα, με την ησυχία μου, δεν είχα μάθημα τις δύο πρώτες ώρες, μπορούσα να πάω λίγο αργότερα. Τώρα, καθώς ετοιμάζομαι το πρωί βάζω το τρανζιστοράκι, για ν’ ακούω τις ειδήσεις και να μαθαίνω τα νέα τραγούδια, να είμαι μέσα σ’ όλα, να μη μου διαφεύγει τίποτα. Είναι, βέβαια, και η ευχαρίστηση. Τότε δεν έβαζα – δεν βάζαμε, μάλλον – τίποτα. Θα πήγαινε πολύ να εξιστορούσα για ποιούς λόγους αντιδρούσαμε ακόμα στα τρανζιστοράκια, αλλά μπορώ με συντομία να πω γιατί μισούσαμε το ραδιόφωνο. Ήταν η εποχή των «αποστατών», που ακόμα και η σκέψη τους μας έφερνε αναγούλα. Δεν μπορούσαμε, λοιπόν, να βάζουμε το ραδιόφωνο, γιατί διόλου απίθανο να ακούγαμε ακόμα και τους ίδιους, που ήταν, ως γνωστό, λαλίστατοι. Άλλωστε, περιμέναμε σε δυο τρεις μέρες και τον Παπανδρέου και λέγαμε πως θα τους δίναμε ένα αλησμόνητο μάθημα.

Ανύποπτος, λοιπόν, ετοιμάστηκα. Κατέβηκα από ένα στενοσόκακο, βγαίνω στην Καμάρα. Βλέπω στην Εγνατία μια σειρά θωρακισμένα, από αυτά που έχουν ρόδες όχι ερπύστριες, σταματημένα από τη μεριά της Καμάρας. Οι φαντάροι απάνω, ξεσκέπαστοι και όρθιοι. Μερικοί τούς κοιτάζουν από απόσταση. Δεν κατάλαβα τίποτε. Προχωρώ για να περάσω απέναντι. Εκεί που είναι τα απομεινάρια από τα τείχη του Θεοδοσίου, ένα τανκ με λυμένες τις ερπύστριες, απλωμένες, και οι στρατιώτες δήθεν να τις επισκευάζουν μες στο δρόμο. Κόσμος αρκετός κοίταζε, χωρίς να βγάζει άχνα. «Τί χαζεύουν έτσι πρωινιάτικα;» συλλογίζομαι. Και ξαφνικά σαν να φωτίζομαι×  «Αλλού αυτά, λέω. Αλλού οι προκλήσεις. Θέλετε να μας τρομάξετε για τη συγκέντρωση του Παπανδρέου και κάνετε πως χαλάσανε τα τανκς μέσα στους δρόμους, και στο Συντριβάνι μάλιστα, μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Σας καταλάβαμε!».

Δρασκελώ τις ερπύστριες, περνώ την Εγνατία, πάω στον πάγκο των εφημερίδων. Το «Βήμα», λέω. Με κοιτάει ο εφημεριδοπώλης σαν χαζός. «Δεν ήρθε ακόμη; γιατί άργησε;» ρωτώ. Ήταν η εποχή που οι αθηναϊκές εφημερίδες έρχονταν απ’ το πρωί στη Σαλονίκη. «Όχι, κύριε» μου λέει. Και σαν να παρατόνισε εκείνο το «κύριε». Τώρα, βέβαια, βρίσκω πως το τονισμένο αυτό «κύριε» σήμαινε «κοιμισμένε», «απληροφόρητε» ή και τίποτε χειρότερο, αλλά τότε πού να καταλάβω. «Έχουμε τη ‘Μακεδονία’, μου λέει, κύριε». Και πήρα. Η «Μακεδονία», ήταν εντάξει, τα είχε όλα. Λόγο του Ανδρέα σε προεκλογική μικροσυγκέντρωση της Αθήνας, δηλώσεις διαφόρων, λόγους αλλουνών, πού να καταλάβεις;

Ανύποπτος προχωρώ, διαβάζοντας τη «Μακεδονία». Κατεβαίνω την Εθνικής Αμύνης. Κοντά στον Λευκό Πύργο, έξω απ’ τα δικαστήρια, συναντώ ένα δικηγόρο γνωστό μου, δεξιό στα φρονήματα. «Να δεις προκλήσεις που κάνουνε, του λέω για να τον πικάρω, να σκάσεις στα γέλια. Θέλουν να σταθούν ώρα έξω από το Πανεπιστήμιο και δια να το δικαιολογήσουν, απλώσανε κάτω τις αλυσίδες από ένα τανκ, που δήθεν χάλασε». Αυτός με κοίταξε για λίγο και μετά× «Την κάνανε», μου λέει. «Ποιαν κάνανε;» του λέω. «Τη δικτατορία. Πιάσανε τους υπουργούς, τον Κανελλόπουλο, όλους». «Αμάν, μια καρέκλα, του λέω, λίγο νερό». Με πάει στο άθλιο καφενείο των δικαστηρίων. Υπήρχε σούσουρο, εδώ, και πολύ πηγαινέλα.

Λέω του γνωστού μου: «Δεν πάω εγώ στη δουλειά. Ο Ανδρέας είπε, αν γίνει κάτι τέτοιο, να φύγουμε από τις δουλειές και να κατεβούμε στους δρόμους. Θα πάω σπίτι ν’ αφήσω την τσάντα και θα κατεβώ στην πλατεία Αριστοτέλους». Εκεί θα γινόταν η συγκέντρωση του πατρός Παπανδρέου, εκεί φανταζόμουν ότι θα μαζευτεί ο κόσμος.

Πάω σπίτι για την τσάντα μου, αλλά και για να τους το πω. Μισοακούω από ένα καφενείο την ανακοίνωση για την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος. Στο τέλος, κατά την εντύπωσή μου, ο εκφωνητής είπε: «Ο πρόεδρος Ταμέλης». «Ποιος διάολος είναι αυτός ο Ταμέλης;» συλλογίζομαι. Φεύγω, πάω σπίτι, ξυπνώ τον αδερφό μου, που κοιμόταν μακαρίως. Μόλις είχε έρθει, για λίγες μέρες, από μια «Δημοκρατία» της Αφρικής. «Πες αλεύρι», του λέω. «Αλεύρι» μουρμουρίζει αυτός. «Ο πρόεδρος Ταμέλης σε γυρεύει». «Τί θα πει Ταμέλης;» μου κάνει. «Ταμέλης θα πει Ταμέλης, του λέω. Ξέρω εγώ ποιος διάβολος είναι αυτός πάλι;». Και του εξιστορώ όσα ήξερα περί Ταμέλη και των κατορθωμάτων του. «Λες να μου πάρουν το διαβατήριο;» μου λέει. «Ας βάλουμε το ραδιόφωνο», του λέω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Δικτατορία 1967-74, Επαναλήψεις, Εφημεριδογραφικά, Θεσσαλονίκη, Μύθοι, Πρόσφατη ιστορία, Ραμόνια | Με ετικέτα: , , , , | 93 Σχόλια »

Προχουντικά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 20 Απριλίου, 2024

Θα ήταν χουντικά, αν δημοσιεύονταν αύριο, που είναι η  αποφράς επέτειος της 21ης Απριλίου -αλλά αφού δημοσιεύονται την παραμονή της επετείου,  είπα να τα βαφτίσω προχουντικά. Όχι ότι έχει  κάποια σχέση το περιεχόμενο της πιατέλας με τη χούντα.

Και ξεκινάμε, με ένα αστείο λάθος πληκτρολόγησης, σε τουίτ του iefimerida.gr.

Διεθνής ποδοσφαιριστής βρέθηκε ντροπέ

γράφει.

Ντοπέ βέβαια (γράφτηκε ότι) βρέθηκε κάποιος ποδοσφαιριστής, και άρχισαν πολλοί να διαδίδουν ότι είναι ο ένας ή ο άλλος, κυρίως ο Ιωαννίδης του Παναθηναϊκού, ο οποίος απείλησε ότι θα κάνει μηνύσεις, διότι είναι ντροπής πράγματα αυτά, είναι ντροπή να λένε ότι πιάστηκες ντροπέ.

* Από αθλητικό ιστότοπο, ρεπορτάζ για κάτι δικαστικά στην Ισπανία:

Ο Πέδρο Ρότσα είναι ο πρώτος που εξεπλάγην από ό,τι συνέβη στην αίθουσα νο4….

Είναι ο πρώτος που εξεπλάγη, βεβαίως. Το έχω δει κάμποσες φορές το «αυτός εξεπλάγην», πάντως.

* Και πάλι από αθλητικό σάιτ, μια σχιζολεξία  σε τίτλο:

Ολυμπιακός: Τα ξανά λένε σε δύο μήνες

Έχω προσέξει ότι ο κορέκτορας στο κινητό τις κάνει αυτές τις σχιζολεξίες συχνά.

* Προχωράμε με ένα μαργαριτάρι ημερολογιακό.

Στο τουίτ της Ελληνικής  Ολυμπιακής Επιτροπής αναφέρεται  ότι η επίσημη πρόβα της τελετής αφής της  ολυμπιακής φλόγας έγινε «στις 15 Ιανουαρίου» αντί για 15 Απριλίου. «Και θα ορκιζόμουν ότι ήταν μόλις προχτές!»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Ομόηχα | Με ετικέτα: , , , | 120 Σχόλια »

Ο Βάρναλης στο Καλαμάκι

Posted by sarant στο 19 Απριλίου, 2024

Το  2024 είναι έτος Βάρναλη, αφού συμπληρώνονται 140 χρόνια από τη γέννησή  του και 50 από τον θάνατό του. Διοργανώνονται λοιπόν και πολλές εκδηλώσεις για τον ποιητή. Τις τελευταίες μέρες πήρα μέρος σε τρεις εκδηλώσεις με θέμα τον Βάρναλη. Στις 8 Απριλίου πήρα μέρος στην  παρουσίαση του βιβλίου Καρναβα(ρνα)λικά του Βασίλη Αλεξίου, στις 13 Απριλίου μίλησα προσκαλεσμένος της Στάσης στο Καλαμάκι για τον  Βάρναλη μέσα από τα χρονογραφήματά του και στις 15 Απριλίου συμμετείχα σε εκδήλωση  στο Χαλάνδρι όπου μίλησα για τον δημοσιογράφο Κ. Βάρναλη. Το βιβλίο του Αλεξίου το έχω ήδη παρουσιάσει στο ιστολόγιο, οπότε σήμερα θα παρουσιάσω την  ομιλία μου στο Καλαμάκι, που καλύπτει σε μεγάλο βαθμό και όσα είπα στο Χαλάνδρι -αν και αυτή η τελευταία ομιλία ήταν πολύ πιο σύντομη (Πολύ καλή ήταν  η  εισήγηση του φίλου Θέμη Κοτσιφάκη στο Χαλάνδρι, με θέμα τα μελοποιημένα ποιήματα του Βάρναλη, ίσως παρουσιάσω κάποτε κάτι σχετικό). 

Πολλά από αυτά που είπα τα έχω ήδη αναφέρει είτε σε προλόγους βιβλίων μου για τον Βάρναλη είτε σε άρθρα του ιστολογίου, αλλά ελπίζω πως δεν  είναι όλα γνωστά σε όλους.

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ

Ομιλία στον  Άλιμο,  στον πολυχώρο της ΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ, 13 Απριλίου 2024

Καλησπέρα σας,  σας  ευχαριστώ που ήρθατε εδώ να  με ακούσετε, ευχαριστώ και τη ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ για την πρόσκληση, τον φίλο Σταύρο Παπαγιαννόπουλο που μου έκανε την  πρόταση και τη Σίτσα Καραμπάτη που ανέλαβε τα οργανωτικά.

Θα  μιλήσουμε για τον Κώστα Βάρναλη, εδώ στον Άλιμο, που εγώ τον έμαθα να τον λέω Καλαμάκι, όπως Καλαμάκι το έλεγε και ο Βάρναλης, ο οποίος μάλιστα έμενε εδώ· όπως έχει ερευνήσει ο αγαπητός Αριστείδης Θωμόπουλος, όταν το 1975 ο Δήμος Αλίμου αποφάσισε τη μετονομασία της οδού Β. Γεωργίου Α’ σε Κώστα Βάρναλη, αιτιολόγησε την απόφαση με το επιχείρημα ότι ο μεγάλος ποιητής  ήταν «δημότης και επί  σειρά ετών κάτοικος» της πόλης και υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι έμεναν, αυτός και η Δώρα Μοάτσου, και στο Καλαμάκι, παρόλο που διατηρούσαν πάντοτε κατοικία στην Αθήνα, αρχικά στο Κολωνάκι και από το 1958 στο Παγκράτι, στη Σπύρου Μερκούρη.

Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες, όπως της κ. Λίνας Πετράκη, που είναι εδώ μαζί μας απόψε και είναι βαφτισιμιά του Βάρναλη, βλέπετε και τη φωτογραφία άλλωστε, ότι η παρέα Μοάτσου-Βάρναλης, Γιοφύλλης, Αλεξίου  μαζεύονταν κάθε Καθαρή Δευτέρα στο σπίτι της γιαγιάς της, της Στέλλας Επιφανίου-Πετράκη, Καλλέργη 5 και Πλάτωνος ή ότι στη δεκαετία του 60 ο Βάρναλης  σύχναζε στα καφενεία της Θουκυδίδου, πχ στου Κριμπένη ή ότι εκείνος ήθελε να μένει στην Αθήνα κι έτσι πηγαινοερχόταν ενώ η Δώρα Μοάτσου προτιμούσε το Καλαμάκι.

Υπάρχει μάλιστα και η άποψη ότι ο Τριβέλας, που εμφανίζεται στον πρόλογο των Σκλάβων  Πολιορκημένων να πειράζει τον «Κωσταντή» (κι αν σε πείραζε κανένας  – αχ εκείνος ο Τριβέλας!) έχει κάποια σχέση με τη γνωστή καλαμακιώτικη ταβέρνα του Τριβέλα, αλλά σε αυτό έχω επιφυλάξεις· προτιμώ  να σκεφτώ πως  ο Βάρναλης διάλεξε το όνομα του πειραχτηριού επειδή  το τριβέλι-τρυπάνι κεντάει, τσουχτερά, όπως και το πείραγμα.

Πάντως, παρόλο που γνωρίζουμε συγκεκριμένα πού έμενε στην Αθήνα ο Βάρναλης με τη Δώρα Μοάτσου, ας πούμε στη Σπύρου Μερκούρη  από το 1958 και μετά και πιο πριν στην οδό Δημοχάρους 43, και ακόμα πιο πριν Ιασίου 4Α, Θησέως 7, Ζαλοκώστα 9, δεν έχει διαπιστωθεί με ακρίβεια πού βρισκόταν η κατοικία του στο Καλαμάκι. Ίσως κάποιος τοπικός ερευνητής κάποτε το εντοπίσει.

Αλλά να έρθω στο θέμα μου, που είναι ο Βάρναλης μέσα από τα χρονογραφήματά του. Ο Βάρναλης, βέβαια, ποιητής είναι κατά κύριο λόγο, σαν ποιητής έχει κερδίσει την αθανασία, ή έστω σαν  λογοτέχνης, για να το διευρύνουμε, αφού στη δημιουργική του δεκαετία, όπως ονόμασε ο Γιάννης Δάλλας την περίοδο 1922-1933, ο Κώστας Βάρναλης ασχολήθηκε εξίσου με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία (Λαός των Μουνούχων, Αληθινή απολογία του Σωκράτη) ή με το δοκίμιο (Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική).

Ωστόσο, όπως και πολλοί άλλοι λογοτέχνες, ο Βάρναλης είχε και μακρόχρονη αλλά και πολύ δημιουργική συνεργασία  με εφημερίδες, μια συνεργασία που ήταν άλλωστε και βιοποριστικά απαραίτητη: μετά την απόλυσή του για πολιτικούς λόγους από τη Μέση Εκπαίδευση, ο ποιητής βρέθηκε στην ανάγκη να κερδίζει το ψωμί του με την πένα του, δουλεύοντας πρώτα ως συνεργάτης σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες κι έπειτα με τακτική, και αργότερα καθημερινή, συνεργασία με εφημερίδες.

Οπότε, η ενασχόληση του Βάρναλη με το χρονογράφημα είναι απόρροια της ενασχόλησής του με τη δημοσιογραφία, και ο χρονογράφος Βάρναλης είναι συνέχεια του δημοσιογράφου Βάρναλη, που είναι άλλωστε και το επάγγελμα από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε, από την Αυγή το 1958, αφού δεν του αναγνωρίστηκε συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την προηγούμενη δημοσιοϋπαλληλική θητεία του στην εκπαίδευση (1908-1926).
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Εφημεριδογραφικά, Εκδηλώσεις, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 59 Σχόλια »

Ντερλίκωσε, έφαγε τον άμπακο, έφαγε τον περίδρομο: Οι 50 αποχρώσεις του υπερβολικού φαγητού κατά τον Κλεάνορα

Posted by sarant στο 18 Απριλίου, 2024

Στο ιστολόγιο βάζουμε πότε-πότε άρθρα «καταλογογράφησης» όπως τα λέω, όπου βρίσκουμε συνώνυμες (ή περίπου) εκφράσεις με τις οποίες μπορεί να περιγραφτεί μια κατάσταση. Καθώς είμαι επιρρεπής στα κλισέ, τα άρθρα αυτά τα ονομάζω «Οι 50 αποχρώσεις….»

Ήδη έχουμε δημοσιεύσει 9 τέτοια άρθρα καταλογογράφησης, για τις 50 αποχρώσεις του χρήματοςτης μέθης, της αποτυχίας, του θανάτουτης κατάπληξης, της υπερβολικής ταχύτηταςτου ξυλοδαρμού ,της οξείας σωματικής ανάγκης, της παραφροσύνης και, πριν από ενάμιση μήνα, της αντρικής αυτοϊκανοποίησης. Συμβολή σε αυτή την καταλογογράφηση έχει ο φίλος μας ο Κλεάνωρ, που έχει ετοιμάσει τρία από αυτά τα άρθρα.

Τέσσερα με  το σημερινό,  που μου το έστειλε πριν από λίγο καιρό, κατάλογος εκφράσεων και λέξεων για ένα θέμα που μας έχει έτσι κι αλλιώς απασχολήσει στο ιστολόγιο παλιότερα (δείτε πχ εδώ για τον άμπακο και τις παραφυάδες του αλλά και παλιότερα, για την παροιμιώδη  πλέον  φράση «μαζί τα φάγαμε».

Άλλωστε, ακριβώς από αυτό το τελευταίο άρθρο, που έχει έναν  μικρό κατάλογο με συνώνυμα, πήρε ο Κλεάνωρ το έναυσμα για να επιχειρήσει να «πεντηκοστίσει» τον κατάλογο, αντλώντας μάλιστα υλικό  και από δικά σας σχόλια.

Οπότε, να αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο στη μνήμη του Θεόδωρου Πάγκαλου.

Πρόσθεσα μία έκφραση και δύο σχόλια σε αγκύλες. Κάποιες από τις εκφράσεις λέγονται και για το υπερβολικό πιοτό, αλλά αυτό δεν πειράζει αφού λέγονται ασφαλώς και για το φαγητό.

Προς το παρόν είμαστε μόλις πάνω από τα 50 λήμματα στον κατάλογό μας, αλλά δεν έχω αμφιβολία ότι με τη  βοήθειά σας  θα πλησιάσουμε ή και θα ξεπεράσουμε τα 100.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κατάλογοι, Συνεργασίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , | 155 Σχόλια »

Το αυθεντικό αφεντικό

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2024

Αφεντικό φωνάζω, πειραχτικά, τον  εκδότη μου, τον Γιάννη Νικολόπουλο των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου. Πειραχτικά, αλλά και με μια δόση αλήθειας,  διότι μπορεί να μην  «εργάζομαι υπό τις διαταγές του», όπως λέει ο ορισμός του λεξικού, αλλά πάντως εκείνος έχει  τον τελευταίο λόγο στην  έκδοση  των  βιβλίων  μου, εκείνος τα πληρώνει και με πληρώνει.

Τις προάλλες  που τα λέγαμε, σκέφτηκα ότι δεν έχω λεξιλογήσει για τη λέξη αυτή -οπότε σήμερα λέω να επανορθώσω την παράλειψη. Βέβαια, αφού το αφεντικό προέρχεται από τον αφέντη, σωστό είναι να ξεκινήσουμε από εκεί.

Ο αφέντης, παλαιότερα, ήταν ο ηγεμόνας, ο άρχοντας μιας περιοχής και, τον καιρό της δουλοπαροικίας, ο τσιφλικάς που είχε μεγάλη κτηματική περιουσία και ανθρώπους που δούλευαν στα χτήματά του, ο κτηματίας έστω που έφερνε ανθρώπους να του δουλέψουν. Σήμερα μπορεί να είναι ο κυρίαρχος, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, σε μια παραδοσιακά οργανωμένη οικογένεια να πούμε για τον αφέντη του σπιτιού,  όπως επίσης αφέντης είναι ο κάτοχος, ο ιδιοκτήτης ενός κατοικίδιου ζώου, συνήθως  σκύλου. Και σε ένα ζευγάρι, μπορεί να γίνει λόγος για τον  ερωτικό σύντροφο, τον  αφέντη ή την αφέντρα της καρδιάς του/της. Στην παραδοσιακά οργανωμένη  οικογένεια, αφέντη προσφωνούσαν τα παιδιά τον πατέρα, άλλοτε τον  παππού, άλλοτε η  νύφη τον  πεθερό.

Η  λέξη εμφανίζεται και σε πολλές παροιμίες: Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, ας πούμε ή, για ένδειξη αναστάτωσης και σύγχυσης «χάνει το σκυλί τον αφέντη  του». Άλλη παροιμία λέει «το μάτι του αφεντός παχαίνει τ’ άλογό του» ή «του αφέντη  το μάτι παχαίνει το χωράφι», που σημαίνει πως είναι απαραίτητη η επίβλεψη από τον ιδιοκτήτη. Ο αρχαιότροπος λαϊκός τύπος «του αφεντός» ήταν αρκετά συχνός και τον  διέσωσε κι ο Βάρναλης στον  κυρ Μέντιο «όργωνα στα ρέματα / τ’ αφεντός τα στρέμματα».

Ο αφέντης θυμίζει την τουρκική προσφώνηση εφέντιμ, και δικαίως τη  θυμίζει -αλλά η τουρκική λέξη είναι το δάνειο. Ο αφέντης έχει αρχαίες περγαμηνές,  είναι παιδί του αυθέντη. Η λέξη αυθέντης, με τη σειρά της, εμφανίζεται στην  κλασική  αρχαιότητα και σημαίνει αρχικά τον αυτουργό, αυτόν που ενεργεί αφ’ εαυτού. Υπάρχει  στον  Σοφοκλή και ο τύπος αυτοέντης, που δείχνει την  ετυμολογία -το αμάρτυρο *έντης προέρχεται από τη ρίζα του «ανύω» ενώ υπάρχει στον Ησύχιο και το συνέντης = συνεργός.

Ο αυθέντης αρχικά σήμαινε όχι γενικά τον αυτουργό, αλλά ειδικά τον αυτουργό φόνου, τον φονιά. Στον Ρήσο του Ευριπίδη, ο Ηνίοχος διαμαρτύρεται:

καὶ πῶς με κηδεύσουσιν αὐθεντῶν χέρες; Και πώς θα με φροντίσουν τα χέρια των φονιάδων; (δυο λέξεις έχουν αλλάξει από τότε σημασία). Επίσης, η λέξη «αυθέντης» εμφανίζεται και με τη σημασία του αυτόχειρα, του αυτοκτόνου.

Στους επόμενους αιώνες, η σημασία επεκτάθηκε -από τον φονιά, στον  αίτιο, τον πρωτουργό,  αρχικά μιας κακής πράξης (αυθέντης  ιεροσυλίας) αλλά στη συνέχεια πιο ουδέτερα πχ «τον μεν  Κάσσανδρον έφη πέμψειν, τον αυθέντην γεγονότα της πράξεως», πάντως με τη σημασία κάποιου που ενεργεί αυτόβουλα και κάνει κάτι με  το χέρι του, όχι μέσω άλλων.

Αλλά αυτός που ενεργεί αυτόβουλα είναι συχνά και κυρίαρχος, σαν να λέμε αφέντης, δεσπότης -κι έτσι στους επόμενους αιώνες η  λέξη παίρνει και αυτή τη σημασία. Ο γνωστός μας γλωσσοδιορθωτής Φρύνιχος, σε κάποια από τις ρετσέτες του λέει:

Αὐθέντης μηδέποτε χρήσῃ ἐπὶ τοῦ δεσπότου ὡς οἱ περὶ τὰ δικαστήρια ῥήτορες, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ αὐτόχειρος φονέως.

Δηλαδή: Μην τολμήσεις να  χρησιμοποιήσεις τη  λέξη «αυθέντης» με τη  σημασία  «δεσπότης, αφέντης» όπως κάνουν οι χασοδίκηδες στα δικαστήρια, αλλά να τη λες μόνο για εκείνον που σκοτώνει ιδιοχείρως.

Αλλά βέβαια, οι χασοδίκηδες, εννοώ η  γλώσσα της πιάτσας, η  ζωντανή, επικράτησε, κι έτσι σε μαγικά κείμενα βρίσκουμε την προσφώνηση  «αυθέντα Ήλιε» και σε χριστιανικό κείμενο των  πρώτων  αιώνων  «υπηρέτης ειμί και ουκ αυθέντης», δηλαδή επικράτησε η σημασία αυθέντης = άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης -και, κατ’ επέκταση, ο κύριος, ο ιδιοκτήτης, το αφεντικό.

Μπαίνει εδώ το λατινογενές ρήμα διαφεντεύω (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο) και υπό την επίδρασή  του, διότι ετυμολογήθηκε δια+αφεντεύω, ο αυθέντης έγινε αφέντης. Στο μεσαιωνικό λεξικό του  Κριαρά βλέπουμε να συνυπάρχουν οι τύποι «αυθέντης» και «αφέντης», που άλλωστε ο λεξικογράφος τούς έχει συμπεριλάβει στο ίδιο λήμμα (βρίσκουμε μάλιστα και τη  γενική «του αυθεντός») και τελικά επικρατεί ο αφέντης.

Ήδη πριν από την  Άλωση η λέξη περνάει στα τουρκικά, και δίνει την προσφώνηση efendim και τον  τίτλο efendi, κάτι σαν  «κύριος», αν και νομίζω πως το λένε και για  γυναίκες (χανούμ εφέντη). Άρα, το ελληνικό εφέντης, που το βρίσκουμε κυρίως στα ονόματα της  οθωμανικής  εποχής, είναι αντιδάνειο. Ο Νικολάκη εφέντης, ας πούμε, ήταν Σμυρνιός αξιωματικός του οθωμανικού στρατού,  που έδωσε τα σχέδια του Μπιζανιού στους Έλληνες (και επειδή  κάποιος δημοσιογράφος το έβγαλε στη φόρα,  οι Τούρκοι τον  κρέμασαν).

Σε παλιά κείμενα, θα βρούμε τη λέξη «αυθεντικός» να  σημαίνει «του αυθέντη, του αφέντη». Έτσι, συχνά «αυθεντικός  ορισμός» είναι η  διαταγή του Σουλτάνου.

Στα επόμενα χρόνια, οι λέξεις διαφοροποιήθηκαν. Αυθεντικός έμεινε να σημαίνει αυτό που έχει κύρος, που είναι γνήσιος: αυθεντικό έγγραφο,  αυθεντικός πίνακας του Πικάσο, αυθεντική μαρτυρία και η  λέξη πήρε καινούργια χρώματα με την αυθεντικοποίηση (authentication) της πληροφορικής, όπως τις προάλλες που με έπρηζε ένας για να αυθεντικοποιήσει το μέιλ μου και τελικά μού έστειλε λάθος κωδικό. Από την άλλη, ο αφεντικός έμεινε να αναφέρεται στον αφέντη, ως επίθετο, ή στο αφεντικό όταν είναι αρσενικού γένους (αλλιώς, η  αφεντικίνα).

Αλλά το αφεντικό μου, ο Γιάννης  που λέγαμε, είναι αυθεντικό δείγμα καλού εκδότη.

Posted in Αντιδάνεια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 139 Σχόλια »

Μηδέν παρεξήγηση… (χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 16 Απριλίου, 2024

Εδώ και περίπου έναν χρόνο, από τον Φεβρουάριο του 2023, έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ.

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες, ενώ κάποια άλλα περιέχονται σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το σημερινό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στις 22 Μαρτίου 1929 με τον υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι», όπως τα περισσότερα. Αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του χρονογραφήματος Βάσανα, που το είχαμε δημοσιεύσει πριν 4 εβδομάδες εδώ, κι αν ήμουν πιο προσεχτικός θα το έβαζα αμέσως μετά από εκείνο, αλλά μου ξέφυγε. Όλο σχεδόν σε διάλογο, με θέμα τις αναπάντεχες συνέπειες του προηγούμενου χρονογραφήματος στο οποίο, θυμίζω, ο Βριάρεως είχε βάλει έναν  οικογενειάρχη φίλο του να διεκτραγωδεί τα βάσανα που περνούσε στις Απόκριες όταν ο γιος του, οι τρεις κόρες του αλλά και η γυναίκα του πήγαιναν καθημερινά σε χορούς και σε φιλικές συγκεντρώσεις. Φαίνεται όμως πως πολλοί αναγνώρισαν τον  εαυτό τους σε εκείνη την περιγραφή.

ΜΗΔΕΝ  ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ…

Έγραφα προ ημερών για τον συνετό oικογενειάρχην που η συμβία του, ο διάδοχός του και αι τρεις χαριτόβρυτοι θυγατέρες του επήγαιναν κάθε βράδυ στους χορούς, εξαντλούσαι τον γηραιόν οργανισμόν του διά της οίκοι ακαταστασίας και το  θυλάκιόν του διά των εξόδων.

Εθεώρησα —αλίμονον— περιττόν να προσθέσω ότι ο ήρως μου είναι πρόσωπον φανταστικόν, η οικογένεια ανύπαρκτος και η διήγησις όλη ψευδής. Ενόμιζα ότι όλα αυτά εννοούνται ευκόλως από τους αναγνώστας και κατά συνέπειαν ημπορούν να παραλειφθούν. Είχα υπόψη μου τον συνήθη διάλογον των απίστων Ελλήνων.

— Στην εφημερίδα το διάβασες είπες;

— Ναι.

– Αμ είναι ψέματα, χριστιανέ μου….

Και γι’ αυτό την έπαθα. Την επομένη της δημοσιεύσεως του σκαλαθύρμα­τος εκείνου συνελήφθην από μίαν κυρίαν η οποία με τιμά διά της φιλίας της.

— Καλημέρα οας.

—   Καλημέρα σας μαντάμ.

— Πολύ ωραία τα λέτε στο σημερινό σας χρονογράφημα.

— Με κολακεύετε υπέρ το δέον κυρία.

– Ξέρετε ότι δεν κολακεύω ποτέ. Αλήθεια, ποιαν οικογένεια υπαινίττεσθε;

— Καμίαν φυσικά.

– Ελάτε δα. Δεν είχατε υπόψη σας την οικογένειαν Άλφα; Γράφετε με το νι και με το σίγμα όλα τα συμβαίνοντα σ’ αυτήν.

— Γράφω κυρία μου με το νι και με το σίγμα διότι αυτά τα γράμματα είναι τα αρχικά του ονόματός μου. Αλλά οικογένειαν δεν είχα καμίαν υπόψη μου, της δε οικογενείας Άλφα ηγνόουν την ύπαρξιν μέχρι της στιγμής που την ανεφέρατε. Από σας μαθαίνω πως υπάρχει τέτοια οικογένεια.

– Σοβαρά;

– Σοβαρότατα. Αλλωστε πάντοτε τα γραφόμενά μου πηγάζουν από τη φαντασία μου ή από παρατηρήσεις ανακατεμένες και ποτέ αμέσως από την πραγματικότητα. Και τούτο γιατί τρέμω τας παρεξηγήσεις και τη σχετική σκοτούρα που επακολουθεί. Αν κάποτε συμβαίνει το κατασκεύασμά μου να μοιάζει κάπως την πραγματικότητα, όπως π.χ. το χθεσινό, αυτό προέρχεται από απλήν σύμπτωσιν.

Η φίλη κυρία κατεπείσθη. Αλλά σε λίγο με τσακώνει κάποιος φίλος.

— Σε γράπωσα.

— Καλά έκανες.

— Του τα ’ψαλες βλέπω του Κάππα…

— Ποιανού Κάππα;

— Έλα καημένε, άσε τις τσιριμόνιες και καταλάβαμε. Τι διάβολο, στη Μυτιλήνη ζούμε και ξέρουμε τον κόσμο.

— Μα φίλε μου σε βεβαιώ…

— Να μη με βεβαιοίς τίποτα, παρά φυλάξου γιατί ο κύριος αυτός θα σου τινάξει την κάπα.

— Ποιος κύριος.

– Ο Κάππα.

– Ώρες είναι να βρω το μπελά μου. Μα σε βεβαιώ πώς ο κύριος αυτός μού είναι τελείως άγνωστος.

— Όπως καταλαβαίνεις. Εγώ είχα χρέος να σε ειδοποιήσω.

Είχα την αφέλεια να πιστέψω ότι ετελείωσαν τα σχόλια του αθλίου εκείνου δημοσιεύματος. Αλλά την επομένην εβγήκα από την πλάνην μου. Πενηντάρης γνωστός ευηρεστήθη να με βρίσει εις πρώτην συνάντησιν.

— Δεν ντρέπεσαι λιγάκι καημένε; Εμάς εβρήκες να βγάλεις στη δημοσιότητα; Ποιος σου το ’βγαλε το μάτι; Ο φίλος μου. Γι’ αυτό ’ναι έτσι βαθιά βγαλμένο;

— Δε σάς καταλαβαίνω καθόλου.

– Αλλού την κλάρα. Όταν έγραφες μας εκαταλάβαινες καλά καθώς φαίνεται. Μα να μη σου περάσει ιδέα πως θα παίξεις μαζί μας.

— … Εν ου παικτοίς, ε; Μα φίλε μου, σας βεβαιώ πώς δεν έγραψα τίποτε για σας. Είδατε πουθενά τ’ όνομά σας; Ύστερα σεις έχετε δυο γιους και τέσσερες κόρες και γω έγραφα..,

— Έγραφες βέβαια συγκεκαλυμμένα. Μου σκοτώνεις ένα γιο και μια κόρη, σβήνεις και τ’ όνομά μου κι είσαι εντάξει. Κι ο κόσμος θαρρείς πως τρώει άχυρα. Τέσσερες γειτόνοι πρωί πρωί με ρωτούσαν αν εδιάβασα φημερίδα και χαμογελούσαν.

Πηγαίνετε τώρα να τον πείσετε πως ούτε καν τον έβαλα στον νου μου κι ότι δεν είχα ιδέαν του τι γινότανε στο σπίτι του.

Βλέπεις όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

Κι ένα δικό μου φρασεολογικό σχόλιο. Την παροιμία «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται» τη χρησιμοποιούμε και σήμερα και είναι  ολοζώντανη. Αναρωτιέμαι όμως αν ξέρετε την  έκφραση «Αλλού την κλάρα», που χρησιμοποιεί  ο τελευταίος από τους φίλους του Βριάρεω. Την έκφραση την  έχω βρει σε παλιά κείμενα, είτε ως «Αλλού την  κλάρα» είτε πληρέστερα ως «πού την  πας την  κλάρα;» και λέγεται όταν δεν πιστεύουμε αυτά που μας λέει κάποιος. Ασφαλώς θα κρύβεται πίσω της κάποιος λησμονημένος μύθος. Την ξέρετε την έκφραση; 

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Φρασεολογικά, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , | 123 Σχόλια »

Εσείς βάζετε άνω τελεία;

Posted by sarant στο 15 Απριλίου, 2024

Ακούμε συχνά να λένε «Κανείς δεν βάζει πια άνω τελεία». Είναι έτσι; Μπορεί και να ισχύει αυτή η πρόταση, αλλά συμπληρωμένη -ας πούμε «Κανείς δεν βάζει πια άνω τελεία στο Τουίτερ» ή «Κανείς δεν βάζει πια άνω τελεία σε SMS».

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το ΜΗΛΝΕΓ ορίζει την άνω τελεία με έξυπνο τρόπο, διότι δίνει μέσα στον ορισμό και ένα παράδειγμα χρήσης:

Το σημείο στίξης (·) που χρησιμοποιείται για να δηλώσει διακοπή του λόγου μικρότερη από την τελεία και μεγαλύτερη από το κόμμα· σημειώνεται αμέσως μετά την τελευταία λέξη μίας ημιπεριόδου, εφόσον η περίοδος συνεχίζεται και με άλλη ημιπερίοδο.

Στα αρχαία ελληνικά κείμενα, η άνω τελεία διαφέρει. Έχει θέση τελείας. Πράγματι, οι αρχαίοι (της ελληνιστικής εποχής) την κάτω τελεία την κρατούσαν για πιο αδύνατες διακοπές του λόγου. Εμείς τα έχουμε αντιστρέψει.

Καθώς η άνω τελεία δηλώνει,  σήμερα, μιαν ενδιάμεση παύση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι εντελώς απαραίτητο σημείο στίξης. Μπορεί να αντικατασταθεί από την τελεία, ή αλλού από το κόμμα. Εδώ που τα λέμε, αν το άρθρο αυτό το έγραφα σε Word, μπορεί να έγραφα:

Καθώς η άνω τελεία δηλώνει,  σήμερα, μιαν ενδιάμεση παύση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι εντελώς απαραίτητο σημείο στίξης· μπορεί να αντικατασταθεί από την τελεία.

Ή, στη φράση αυτή, που είναι από το βιβλίο μου «Η γλώσσα έχει κέφια»:

Η λατινική φράση δεν χρονολογείται από την κλασική εποχή, όπου τα ελληνικά ήταν πολύ γνωστά στους Ρωμαίους· είναι μεσαιωνική

θα μπορούσαμε αντί για την  άνω τελεία να χρησιμοποιήσουμε τελεία, ή ακόμα και μονή παύλα.

Η λατινική φράση δεν χρονολογείται από την κλασική εποχή, όπου τα ελληνικά ήταν πολύ γνωστά στους Ρωμαίους- είναι μεσαιωνική.

(Καμιά φορά, όταν έχω ήδη βάλει παύλα, μπορεί να βάλω και διπλή τελεία (:) σε αυτή τη θέση).

Η άνω τελεία ως σημείο στίξης  είναι ιδιαιτερότητα του ελληνικού αλφαβήτου. Το λατινικό αλφάβητο χρησιμοποιεί το σύμβολο που εμείς έχουμε για το ελληνικό ερωτηματικό, ;. Αν ξέρει κανείς, ας μας πει πώς επινοήθηκε -δεν αποκλείω να πήρε αυτή τη μορφή, ;, επειδή θεωρήθηκε υβρίδιο τελείας και κόμματος.

Πολλοί λένε ότι η άνω τελεία είναι κατάλοιπο της καθαρεύουσας και ότι στις μέρες μας δεν  έχει λόγο ύπαρξης. Θα έλεγα πως είναι θέμα προσωπικού ύφους. Στα δικά μου κείμενα, όσα γράφονται σε επεξεργαστή κειμένου, χρησιμοποιώ κάμποσο την  άνω τελεία. Μέτρησα στο βιβλίο μου «Η γλώσσα έχει κέφια», πάνω από 100 άνω τελείες -άρα, μία κάθε δυόμισι σελίδες. Φυσικά, πολύ περισσότερο χρησιμοποιώ το κόμμα ή την  τελεία.

Στις ελληνικές μεταφραστικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης επίσης  χρησιμοποιούμε κανονικά την άνω τελεία, αφενός επειδή τη βάζουμε όπου έχει «;» το ξένο κείμενο και αφετέρου διότι είναι υποχρεωτική σε ορισμένες περιπτώσεις.

Αντιγράφω από το Διοργανικό Εγχειρίδιο Σύνταξης  Κειμένων:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αλφάβητο, Γραμματική, Ευρωπαϊκή Ένωση | Με ετικέτα: , , , , | 204 Σχόλια »

Ιπποπόταμοι συντροφιάς, του Γιάννη Μακριδάκη

Posted by sarant στο 14 Απριλίου, 2024

Αυτές τις μέρες ο Γιάννης Μακριδάκης βρίσκεται στην Αθήνα, πρώτη  φορά μετά την πανδημία -είχε να έρθει στα  μέρη  μας από το 2019. Αν θέλετε να τον δείτε από κοντά, μόλις προλαβαίνετε: στις 11.30 έχει οργανώσει περπάτημα στο κέντρο της Αθήνας, με αφετηρία τον σταθμό Μέγαρο Μουσικής του μετρό. Θα περιηγηθείτε στα μέρη  που περπατούσε ο Ζαχαρίας Μελιτάκης, ο ήρωας  του προηγούμενου βιβλίου του («Τα  απόνερα της  Σοφίας»).  Αλλά έχει κι άλλες παρουσιάσεις: την Τρίτη 16 στο Librofilo (Κουκάκι), την Τετάρτη 17 στον Πειραιά και την Παρασκευή 19 στην Κηφισιά. 

Εγώ δεν μπορώ εκείνες τις μέρες, κι επειδή το ήξερα, πήγα και τον είδα στην παρουσίαση που έγινε την περασμένη Τετάρτη  στο Κομπραί, στα Εξάρχεια. Ήταν μια πολύ καλή εκδήλωση, την  οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε διότι ο εκδοτικός οίκος, η Εστία,  είχε  την  καλή ιδέα να την βιντεοσκοπήσει και να  την ανεβάσει στο YouTube: μάλιστα, αν προσέξετε, σε κάποια σημεία μιλάω κι εγώ. Όμως το ενδιαφέρον  είναι εκεί που μιλάει ο ίδιος και λέει πώς από την ιστορία του παππού του  εμπνεύστηκε τις Βάρδιες των πουλιών και όλα τα άλλα που λέει στην αρχή. 

Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει σπυριά από μαστίχι. Είναι στο μέγεθος που οι μαστιχοπαραγωγοί το λένε, πολύ εύγλωττα, δαχτυλιδόπετρα. Τα πιο μικρά είναι τα κουκούδια, τα πιο μεγάλα τα λένε  πίτες. Ο Μακριδάκης, το λέει και στο βίντεο, παράγει 40 κιλά μαστίχι (έτσι το λένε, όχι μαστίχα) το χρόνο, ενώ όλο το νησί κάπου 200 τόνους. Τα μαστίχια της φωτογραφίας είναι δική του παραγωγή. Παράγει επίσης κηπευτικά, χαρουπόμελο, λίγα φρούτα, λάδι στο χτήμα του στη Βολισσό. Και βιβλία. 

Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου παραξένεψε, όχι άδικα -και κάποιος το ρώτησε και στην παρουσίαση. Είναι μια φράση μιας ηρωίδας του μυθιστορήματος, για να  χαρακτηρίσει το βάλτωμα του ζευγαριού που πρωταγωνιστεί στη  νουβέλα. Διότι νουβέλα είναι το βιβλίο, κάπου 160 σελίδες. Ο Χαρίλαος και η Παρή, γύρω στα 60, έπεσαν έξω οικονομικά στα χρόνια της κρίσης κι έτσι άφησαν  την Αθήνα, τον Άγιο Ιερόθεο, και επέστρεψαν στη  Χίο, τη γενέτειρα της Παρής, όπου ασχολούνται με τη μαστιχοκαλλιέργεια. (Εκείνος είναι Μεσολογγίτης και δεν του πολυαρέσει στο νησί, όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν να ψήνουν και να τρώνε, αλλά συμβιβάστηκε). Έχουν δυο μεγάλες κόρες, η  μία παντρεμένη στην Αθήνα, η άλλη, η  Αντριανή, με νοητική υστέρηση, μένει μαζί τους και συνεχώς επαναλαμβάνει τα  λόγια της  μητέρας της. Τι θ’ απογίνει αυτό το παιδί όταν  πεθάνω, είναι ο καημός της Παρής, και το κακό είναι πως η κακιά αρρώστια έχει προχωρήσει και δεν της μένει πολλή ζωή. 

Είναι Αύγουστος, ο καιρός για το κέντος, όπως το λένε. Ο Χαρίλαος με δυο Πακιστανούς εργάτες κεντάνε τους σκίνους, να δακρύσουν το μαστίχι και να πάνε μετά να το μαζέψουν. Έχει έρθει και η Νάγια από την Αθήνα με τον άντρα της τον δικηγόρο. Αλλά από τις πρώτες  σελίδες ένα μυστήριο τούς αναστατώνει: μια επίμονη δυσοσμία μέσα στο σπίτι, σαν από κάποιο ψοφίμι, άλλοτε πιο διακριτική και άλλοτε, ιδίως τα βράδια, ανυπόφορη. Ψάχνουν παντού, κάνουν το σπίτι άνω κάτω, μέσα κι έξω, αλλά δεν βρίσκουν την πηγή της. 

Το βιβλίο μού θύμισε Παπαδιαμάντη, κατά το ότι περιγράφει μια ιστορία καθημερινών ανθρώπων χωρίς να υπάρχει καμιά συναρπαστική πλοκή -υποτυπώδη θα την έλεγα. Η ανεξήγητη δυσοσμία είναι ένα πρόσχημα, μάλλον ισχνό. Μένει η μαστοριά της γραφής και η αγάπη για τους ανθρώπους. 

Θα παραθέσω ένα απόσπασμα  από το τέλος του βιβλίου, λίγο πριν  αποκαλυφθεί η αιτία της δυσοσμίας -αλλά βέβαια δεν θα σποϊλάρω. Διάλεξα το απόσπασμα αυτό γιατί έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, αφού την έκφραση  «βρέχει σιτζίμια» την έχουμε αναφέρει και στο ιστολόγιο -τη λένε και στη Μυτιλήνη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άνθη και φυτά, Όχι στα λεξικά, Εκδηλώσεις, Λογοτεχνία, Παρουσίαση βιβλίου, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , | 93 Σχόλια »