Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.
Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη ένατη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.
Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση -ήδη βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1980. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα που δεν ευοδώθηκε, ενώ η σχέση του με τη νεότερη συνάδελφό του Φανή διακόπτεται αναπάντεχα. Σήμερα ολοκληρώνουμε το δέκατο κεφαλαιο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό καταλαμβάνεται από αναμνήσεις, τις οποίες πυροδοτεί η επίσκεψη σε έναν παλιό φίλο. Σημειώνω ότι ο πατέρας μου πράγματι είχε δραστηριοποιηθεί στη συλλογή οικονομικής ενίσχυσης για την παράνομη ΕΠΟΝ και όσα γράφει στις αναμνήσεις αυτές του ήρωά του έχουν συμβεί στον ίδιο.
«Τι είχες Γιάννη; – τι είχα πάντα»
μονολόγησε όταν μπήκε, περασμένες έντεκα, στο σπίτι του. Κατάλαβε πως η μοναξιά ήταν το μόνο ορατό μέλλον του.
Παρόλο που ήταν κατάκοπος από το πολύωρο ταξίδι, σαν πλύθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι, ύπνος δεν του κολλούσε. Στριφογύριζε για πολλήν ώρα χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος το πήρε απόφαση. Σηκώθηκε, έπλυνε τα μούτρα του, ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Έξω όλα ήταν κατασκότεινα και σιωπηλά. Το ρολόι της Αγίας Φωτεινής χτύπησε τρεις. Περπάτησε προς την πλατεία και τη διέτρεξε με ήρεμο βάδισμα στο μάκρος της. Σιγά σιγά ήρθε στα συγκαλά του.
Θυμήθηκε τα χρόνια που πήγαινε στο Γυμνάσιο, που τότε βρισκόταν στο κτίριο της Ευαγγελικής, στη δυτική πλευρά της πλατείας. Είχε οργανωθεί στην ΕΠΟΝ από τα τέλη του ΄43 και ένα από τα καθήκοντά τους ήταν να γράφουν αντιγερμανικά συνθήματα στους τοίχους. Αυτό γινόταν μόλις σκοτείνιαζε, σε ώρες που επιτρεπόταν ακόμα η κυκλοφορία και το συνεργείο το αποτελούσαν συνήθως έξι άτομα. Δύο ήταν αυτοί που γράφανε, ο ένας κρατούσε το κουβαδάκι με το χρώμα κι ο άλλος το πινέλο και έγραφε. Οι άλλες δύο δυάδες κρατούσανε τσίλιες, στις δυο άκρες του δρόμου. Πολύ συχνά τα συνεργεία γραψίματος ήταν μικτά και οι δυάδες ήταν πραγματικά ζευγαράκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Έτσι, στους περαστικούς αλλά και στην αστυνομία δε δίνανε στόχο.
Θυμήθηκε μια πραγματική αποκοτιά τους (η ιδέα ήταν της Αλκυόνης), να γράψουνε συνθήματα στον ψηλό μαντρότοιχο που περιτριγύριζε ένα μεγάλο αγρόκτημα, του «Παπαστράτου» όπως το λέγανε, που βρισκόταν στα χωράφια που χώριζαν την άκρη της Νέας Σμύρνης με τις παρυφές του Παλιού Φαλήρου, στον λεγόμενο τότε Βουρλοπόταμο. Το αγρόκτημα και το μεγάλο οίκημα που ήταν στο κέντρο του, το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί από την αρχή της Κατοχής και μέσα υπήρχε φρουρά. Εντούτοις καταφέρανε και πλησιάσανε ως τη μάντρα, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς, ούτε ο σκοπός, ούτε κανένας άλλος και στον τοίχο ζωγραφίσανε ένα πελώριο ρολόι που έδειχνε 12 παρά τέταρτο. Ήταν χαρακτηριστικό σύνθημα εκείνη την εποχή όταν, μετά το Στάλινγκραντ, την απόβαση των Συμμάχων στην Ιταλία και τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, όλα δείχνανε πως οι μέρες των Γερμανών ήταν μετρημένες.
Αργότερα μάθανε από αστυφύλακες, που ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ, πως οι Γερμανοί λυσσάξανε με την πρόκληση αυτή και ένας «όμπερλόϊτναντ» πήγε έξαλλος ως το ΚΣΤ΄ Αστυνομικό τμήμα και τα έβαλε με τον διοικητή του, καθιστώντας τον υπεύθυνο για την περίπτωση επανάληψης. Αυτό φυσικά δεν τους εμπόδισε να γεμίζουνε κάθε νύχτα τους τοίχους με συνθήματα.
Μεγαλύτερη ζημιά κάνανε τα Τάγματα Ασφαλείας, όταν μια μονάδα τους εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Τότε σκοτώθηκαν τα τρία παιδιά, που νωρίς το απόγεμα βγάλανε χωνί, από τη μεριά των νεκροταφείων. Οι ταγματαλήτες τους πλησίασαν ακροβολισμένοι και οι νεαροί αντί να χωθούν μέσα στη γειτονιά, οπότε θα κρύβονταν σε κάποιο σπίτι ή θα χάνονταν στα δρομάκια, έτρεξαν να φύγουν προς το Μπραχάμι κι εκεί, καθώς ήταν τελείως ακάλυπτοι, τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν.
Ύστερα θυμήθηκε τις μέρες της Απελευθέρωσης, εκείνη την ανεπανάληπτη περίοδο έξαρσης και ενθουσιασμού, που κράτησε τόσο λίγο. Στα Δεκεμβριανά η γειτονιά του βρέθηκε εκτός Σκομπίας, αλλά κατά τα Χριστούγεννα πλάκωσαν από τον Πειραιά τα εγγλέζικα τανκς και οι χίτες ξεμυτίσανε κι άρχισαν τα δικά τους. Όχι φυσικά σπουδαία πράματα, μικρή μειοψηφία ήτανε, αλλά είχαν τις πλάτες της αστυνομίας και της εθνοφυλακής.
Ούτε που λογάριασε πόσες ώρες περπατούσε και συλλογιζόταν, όπως παλιά στις ονειροπολήσεις του στην παραλία της Πλάκας ή στο δασάκι του Άη Διονύση. Όταν γύρισε σπίτι του είχε πια ξημερώσει, αλλά δε νύσταζε. Άλλωστε ήταν εργάσιμη μέρα και τον περίμενε η υπηρεσία. Έτσι, έκανε ένα ντους, ήπιε δυνατό καφέ, ντύθηκε και ξεκίνησε με το αμάξι του για την Παιανία.